Γρήγορη αξιολόγηση ή πολύμηνη αβεβαιότητα;

Γρήγορη αξιολόγηση ή πολύμηνη αβεβαιότητα;

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Αν δούμε την... παράδοση που έχει δημιουργηθεί στα χρόνια των μνημονίων, κάθε αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος συνοδεύεται από εβδομάδες ή μήνες αβεβαιότητας, παγώνοντας την αγορά και προκαλώντας σοβαρές ζημιές στην οικονομία. Στο τέλος κάθε αξιολόγησης τα τεχνικά κλιμάκια καταλήγουν σε συμφωνία, τονίζουν τις προοπτικές ανάπτυξης «από του χρόνου» και ξεκλειδώνουν τις δόσεις.

Άρα, οι εκτιμήσεις διεθνών οίκων όπως η Citi, η HSBC και η Fitch, για πολύμηνη αβεβαιότητα δεν είναι ιδιαίτερα παρακινδυνευμένες από τη στιγμή, μάλιστα, που στηρίζονται στο γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει άμεσες χρηματοδοτικές ανάγκες.

Παρ'' όλα αυτά, ο πρωθυπουργός θέλει να πάει κόντρα στις εκτιμήσεις και στην παράδοση, διαμηνύοντας στους υπουργούς της κυβέρνησης ότι η δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου μνημονίου πρέπει να κλείσει γρήγορα. Είναι διαφορετική η τρέχουσα συγκυρία και τι σημαίνει «γρήγορη αξιολόγηση»;

Σε ότι αφορά τη συγκυρία, το βασικό ζήτημα είναι αναμφίβολα αυτό του χρέους, καθώς και η συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο πρόγραμμα. Από κει και πέρα, η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την ένταξη της Ελλάδας στο QE. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι στην περίπτωση που η ΕΚΤ αποφασίσει να συμπεριλάβει τους ελληνικούς τίτλους στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, αυτό δεν θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για την ανάκαμψη της οικονομίας αλλά είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την σταδιακή επιστροφή στην ομαλότητα. Διαμορφώνει κλίμα δηλαδή. Επίσης, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης μπορεί να είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για το QE. Η ικανή συνθήκη είναι η βιωσιμότητα του χρέους.

Επιστρέφοντας στα της αξιολόγησης, μπορεί τα ανοιχτά ζητήματα που σχετίζονται με τις τράπεζες και τα «κόκκινα» δάνεια να θεωρούνται «κλεισμένα», όμως αυτά που εκκρεμούν είναι ακόμη πιο «καυτά». Ξεχωρίζουν τα εργασιακά και η λειτουργία του «Υπερταμείου», θέματα που από μόνα τους θα μπορούσαν να επιμηκύνουν τη χρονική διάρκεια των διαπραγματεύσεων.

Ας δούμε ένα παράδειγμα της ζημιάς που προκαλούν οι πολύμηνες συζητήσεις. Χθες, το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής ενέκρινε το σχέδιο νόμου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό. Η από κοινού διαχείριση των επιχειρηματικών χρεών από Δημόσιο, Ταμεία και τράπεζες θεωρείται καθοριστικής σημασίας παράγοντας για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων και την ανάκαμψη των βιώσιμων αλλά υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Αν το πράσινο φως για το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου είχε δοθεί αρκετούς μήνες νωρίτερα, τότε η αγορά θα βρισκόταν μερικά βήματα μπροστά και οι τράπεζες θα μπορούσαν να προχωρήσουν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων. 

Αναλυτές και οίκοι αξιολόγησης έχουν αναφερθεί στο ενδεχόμενο επιστροφής της πολιτικής αβεβαιότητας εξαιτίας της δεύτερης αξιολόγησης, προβλέποντας ότι θα κρατήσει μήνες, ενώ δεν... παραλείπουν να επισημάνουν τον κίνδυνο εκτροχιασμού του προγράμματος.

Αύριο Παρασκευή 14 Οκτωβρίου αναμένεται η ετυμηγορία της Moody''s για το ελληνικό αξιόχρεο και παρά τις προσδοκίες για ήπια αναβάθμιση, το ενδιαφέρον εστιάζεται στους αστερίσκους που θα συνοδεύουν την ανακοίνωση του οίκου. Ενδεχόμενη αναβάθμιση θα δώσει «ανάσα» στην κυβέρνηση ενόψει των σκληρών απαιτήσεων των πιστωτών, ωστόσο δεν αλλάζει τίποτα στις διαθέσεις του ΔΝΤ και των Ευρωπαϊκών Θεσμών.

Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δηλώνουν σε κάθε ευκαιρία ότι η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων είναι ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης. Τονίζουν, παράλληλα, ότι η ελληνική πλευρά θα πρέπει να δείξει ότι δεν ξεφεύγει από τα συμφωνηθέντα. Και οι τέσσερις Θεσμοί που συμμετέχουν στις συζητήσεις έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν θα κάνουν πίσω και ότι περιμένουν την πιστή εφαρμογή του προγράμματος. Από τα λεγόμενα των αρμόδιων αξιωματούχων, λοιπόν, προκύπτει ότι η αξιολόγηση δεν θα κριθεί τόσο στις διαπραγματεύσεις όσο στις προθέσεις της ελληνικής πλευράς για συμβιβασμό. Όπως γινόταν πάντα δηλαδή.

Αυτό που προσφέρουν σε... αντάλλαγμα οι δανειστές είναι η έναρξη των συζητήσεων για το χρέος. Μέχρι εκεί... Γιατί οι τελικές αποφάσεις για την ελάφρυνση του χρέους δεν αναμένεται να ληφθούν πριν τις γερμανικές εκλογές, με αποτέλεσμα όχι μόνο να συντηρείται η αβεβαιότητα γύρω από το ελληνικό ζήτημα – το Grexit ακούγεται ξανά ως απειλή - αλλά και να... χάνεται το τρένο της ποσοτικής χαλάρωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο «εφιάλτης» του Grexit επανέρχεται στο προσκήνιο κάθε φορά που η Ελλάδα ζητάει ή περιμένει κάτι, υπενθυμίζοντας το ποιος έχει το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις.

Όπως ανέφερε χθες ο Benoit Coere της ΕΚΤ, μιλώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι Ευρωπαίοι συζητούν βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες λύσεις για το ελληνικό χρέος. Αυτές που ενδιαφέρουν την ελληνική πλευρά – οι μακροπρόθεσμες – δεν πρόκειται να αποφασιστούν, ακόμη κι αν αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, πριν τη λήξη του προγράμματος που... κατά σύμπτωση τοποθετείται μετά τις γερμανικές εκλογές.

Το χρονικό των αέναων αξιολογήσεων

Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε η Τρόικα στην Αθήνα, το 2010, άρχισε να εντοπίζει καθυστερήσεις, αποτυχίες και αστοχίες, ζητώντας μέτρα λιτότητας, μεταρρυθμίσεις, περικοπές δαπανών και αύξηση εσόδων. Οι εμπλοκές στις διαπραγματεύσεις ήταν στην ημερήσια διάταξη, ενώ αρκετές φορές οι εκπρόσωποι των δανειστών απειλούσαν ότι θα τα τινάξουν όλα στον αέρα. Από τις περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, μέχρι την αύξηση του ΦΠΑ και τις νέες περικοπές συντάξεων, τα εργασιακά και την απελευθέρωση επαγγελμάτων, η παρουσία της Τρόικας προκαλούσε σεισμικές δονήσεις.

Η πέμπτη αξιολόγηση του δεύτερου μνημονίου ήταν η πιο δραματική καθώς ξεκίνησε από τον Αντώνη Σαμαρά αλλά ολοκληρώθηκε μετά από οκτώ μήνες όταν ο Αλέξης Τσίπρας άλλαξε κατεύθυνση και συμφώνησε με τους δανειστές, αφού είχε προηγηθεί το δημοψήφισμα και τα capital controls και βέβαια η... μετονομασία της Τρόικας σε Θεσμούς.

Ακόμη και αν δεχτούμε ότι οι συνθήκες ήταν «ειδικές» το 2015, κάθε φορά που η Τρόικα βρισκόταν στην Αθήνα τα πάντα πήγαιναν πίσω.

Το πόσο επιζήμια μπορεί να είναι μία ενδεχόμενη καθυστέρηση της δεύτερης αξιολόγησης, αποδείχθηκε και πιο πρόσφατα, στις αρχές του 2016, όταν οι συζητήσεις κράτησαν μήνες και είχαν ως αποτέλεσμα να μετατεθούν χρονικά όλοι οι στόχοι για οικονομία και τράπεζες. Οι οίκοι αξιολόγησης ανέβαλαν την αναβάθμιση της Ελλάδας, οι τράπεζες έχασαν πολύτιμους μήνες χωρίς τη φθηνή χρηματοδότηση της ΕΚΤ, οι καταθέσεις δεν επέστρεψαν και η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων παρέμεινε σε ρηχά νερά.

Η στασιμότητα έχει πλήξει την οικονομία αρκετές φορές στο παρελθόν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μέχρι το... Παρίσι επιλέχθηκε ως τόπος διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων το 2014, όταν ο συζητήσεις με την Τρόικα προκαλούσαν «νευρικό κλονισμό» στην ελληνική πρωτεύουσα. Οι σκηνές με τους εκπροσώπους των δανειστών να επισκέπτονται τα υπουργεία και να επιβάλλουν τις απαιτήσεις τους έχουν μείνει χαραγμένες, όμως αυτό που τελικά μένει είναι η αβεβαιότητα που κρατάει την οικονομία εγκλωβισμένη, να περιμένει... τη δόση της.