Του Αλέξανδρου Διαμάντη
Σε μια (σχεδόν) πλήρη αποδόμηση της κυβερνητικής πολιτικής προχωρά το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθώς στην τριμηνιαία έκθεσή του (Απρίλιος-Ιούνιος 2016) περιγράφει με τα πιο μελανά χρώματα την σημερινή αλλά και την μελλοντική οικονομική κατάσταση της Ελλάδας. Είναι ενδεικτικό ότι οι συντάκτες της έκθεσης υπογραμμίζουν με έμφαση: «Η πορεία της χώρας δεν είναι διασφαλισμένη. Δεν συμμεριζόμαστε την ανεπιφύλακτη προσδοκία ότι θα επιτευχθούν οι στόχοι»!
Όπως εξηγούν, καταρρίπτοντας όλα τα κυβερνητικά επιχειρήματα περί πλεονασμάτων και επίτευξη στόχων, «σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία η ανάκαμψη δεν είναι ορατή. Οι συνιστώσες του ΑΕΠ, κατανάλωση, εξαγωγές και οι επενδύσεις βρίσκονται το πρώτο εξάμηνο 2016 σε καθοδική πορεία. Δεν υπάρχει δείκτης που να επιτρέπει αισιοδοξία, κατ' αρχάς για τους επόμενους μήνες. [….] Η ανάκαμψη της οικονομίας δύσκολα θα επιτευχθεί λόγω του «μείγματος πολιτικής» που χαρακτηρίζει το νέο πρόγραμμα. Γεγονός είναι ότι η συμφωνία με τους θεσμούς επιβάλλει και μάλιστα εμπροσθοβαρώς νέα «λιτότητα», δηλαδή μέτρα 3% του ΑΕΠ (αυξήσεις φόρων 1%, μείωση συντάξεων 1%, 0,25% αύξηση του ΦΠΑ κ.ά.) για να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα (0,75% ΑΕΠ, 1,5% και 3,5% αντίστοιχα για 2016, 2017 και 2018). Σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου θα αρχίσουν να επιδρούν αρνητικά οι σημερινές δυσμενείς διαρθρωτικές τάσεις: Η πτώση των επενδύσεων, η απαξίωση μέρους του εργατικού δυναμικού και του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού λόγω μακροχρόνιας ανεργίας («υστέρησης») που μειώνει τη δυνητική ανάπτυξη και η μαζική έξοδος των νέων και περισσότερο ειδικευμένων ανθρώπων».
Παράλληλα, η έκθεση χτυπά καμπανάκι στην κυβέρνηση τόσο για τους διορισμούς της, όσο και τις αναθέσεις έργων. Μάλιστα την καλεί με νόημα να αποσαφηνίσει. « Αυτό αφορά γενικά μεν στο πεδίο «νόμος και τάξη» ειδικά δε στις ανεξάρτητες αρχές. Κατά τη γνώμη μας ανάπτυξη με αποκλεισμούς δεν γίνεται. Αλλά ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς - για να προσφύγουμε στην ορολογία πρόσφατης μελέτης - σημαίνει σταθερούς κανόνες που ισχύουν για όλους, είναι δηλαδή inclusive, είτε μιλάμε για διορισμούς, είτε για ρυθμίσεις των αγορών προϊόντων, είτε για αναθέσεις έργων, προστασία της κοινής περιουσίας (του περιβάλλοντος), φορο- και εισφοροδιαφυγή, λογοδοσία», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά.
Επίσης ιδιαίτερη μνεία γίνεται στα πρωτογενή πλεονάσματα, καθώς, όπως τονίζεται, «ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα διαρκείας μετά το 2018 της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ δεν είναι ρεαλιστικός και οι αναβολές σε μια οριστική ρύθμιση του χρέους της χώρας τροφοδοτούν την αβεβαιότητα»! Σε ό,τι αφορά το χρέος οι συντάκτες της έκθεσης μεταφέρουν την ημερομηνία έναρξης των συζητήσεων με τους εταίρους για τα μέσα του 2018, ενώ προσθέτουν ότι «η προκαταβολική ελληνική «αντιπαροχή» θα συνίσταται στην εφαρμογή με συνέπεια των μεταρρυθμίσεων».
Την ίδια ώρα εντύπωση προκαλεί μια παράγραφος, η οποία αναφέρεται μόνο στο φαινόμενο της διαφθοράς, λες και οι συντάκτες της έχουν κάτι υπόψιν τους. Για του λόγου του αληθές υπογραμμίζουν: «Η ακαδημαϊκή έρευνα έχει αναδείξει τις άμεσες αρνητικές επιπτώσεις για την ανάπτυξη του φαινομένου της διαφθοράς. Έχει επίσης υποδείξει και τις έμμεσες αρνητικές επιπτώσεις της άτυπης, συχνά δυσδιάκριτης και πολύμορφης διαφθοράς: Διαπιστώνει ότι όσο υψηλότερος είναι ο βαθμός της διαφθοράς τόσο μικρότερες είναι οι περικοπές δαπανών σε περιόδους που πρέπει να μειωθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Έτσι εξηγείται ένα παράδοξο: Οι κυβερνήσεις ορισμένων χωρών να εφαρμόζουν ένα ελαττωματικό μείγμα πολιτικής ενάντια στην ακαδημαϊκή συναίνεση».
Τέλος, στην έκθεση ορίζεται ρητά ότι για να επιστρέψει η χώρα στην ανάπτυξη δεν υπάρχει άλλος τρόπος από την εφαρμογή του Μνημονίου. «Η καλύτερη στρατηγική (ή σενάριο) είναι να επισπευσθεί και να είναι στοιχειωδώς συνεπής η εφαρμογή του Μνημονίου (όπως εξειδικεύθηκε τον Ιούνιο 2016)», επισημαίνεται.