Του Αλέξανδρου Διαμάντη
Το κυβερνητικό αφήγημα περί καθαρής εξόδου αποδόμησε ο (εκλεκτός του ΣΥΡΙΖΑ) συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, μιλώντας ξεκάθαρα για ένα νέο πλαίσιο εποπτείας. Ο κ. Κουτεντάκης υποστήριξε ότι η λέξη «καθαρή» έχει ένα απροσδιόριστο περιεχόμενο του τι σημαίνει, ξεκαθαρίζοντας ότι αυτό το πρόγραμμα θα τελειώσει «και από εκεί και πέρα αναμένεται να προκύψει ένα νέο πλαίσιο εποπτείας».
Σε διαφορετική γραμμή από τον πρώην πολιτικό του προϊστάμενο Ευκλείδη Τσακαλώτο διαπίστωσε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα εποπτεύουν, κάτι που «δεν είναι λεπτομέρεια». «Τι θα ελέγχουν, πόσο συχνά θα του ελέγχουν και ούτω καθεξής. Αυτό το πλαίσιο εννοώ ότι δεν είναι λεπτομερές και πρέπει να καθοριστεί στο επόμενο διάστημα», προσέθεσε χαρακτηριστικά.
Υπό …αίρεση η ελάφρυνση του χρέους
Παράλληλα, σκιές άφησε σχετικά με την πολυδιαφημισμένη από την κυβέρνηση ελάφρυνση του χρέους. Εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι μίλησε για «αιρεσιμότητα»! Είπε συγκεκριμένα ότι η αποπληρωμή του Ελληνικού χρέους ουσιαστικά συνδέεται με τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας αλλά και με άγνωστες οικονομικές εξελίξεις, κάτι που προσδίδει αβεβαιότητα εν όψει μιας ελάφρυνσης.
«Η γνώμη που καταθέσαμε στην Έκθεση είναι πως η σύνδεση των αποπληρωμών του ελληνικού χρέος με αιρεσιμότητες, δηλαδή πρακτικά με πολιτικές εξελίξεις, αλλά και με οικονομικά στοιχεία που δεν είναι γνωστά αυτή τη στιγμή, άρα θα αναμένεται κάθε φορά στο μέλλον για να γνωρίζει κανείς, ποιες είναι οι υποχρεώσεις που πρέπει να εξυπηρετήσει το ελληνικό κράτος για μια χρονιά, θα πρέπει να κάνει εικασίες για όλα αυτά, είναι στοιχείο που δημιουργεί αβεβαιότητα. Η αβεβαιότητα είναι προφανώς κάτι που δεν θα βοηθήσει στην εξομάλυνση των δημοσιονομικών συνθηκών του ελληνικού κράτους. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι η όποια αιρεσιμότητα αφορά στην ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό», τόνισε ειδικότερα ο κ. Κουτεντάκης,
Καμπανάκι για τα ληξιπρόθεσμα
Την ίδια ώρα, έκρουσε καμπανάκι στην κυβέρνηση, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο εφησυχασμού, ότι λύθηκαν τα προβλήματα και μπαίνουμε πλέον χωρίς αγωνία στα επόμενα χρόνια. Ακόμα, εμφανίστηκε ιδιαίτερα ανήσυχος σχετικά με τη μη πληρωμή από την κυβέρνηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών: «Υπάρχει μια ανησυχία, με την έννοια ότι δεν φαίνεται αυτό το μεγάλο απόθεμα ληξιπρόθεσμων οφειλών να μειώνεται. Έχουν μεν βελτιωθεί οι ρυθμοί είσπραξης, δηλαδή φαίνεται ότι και οι διαγραφές και οι εισπράξεις αυξάνονται, έχουν μειωθεί και τα νέα ληξιπρόθεσμα, αλλά αυτά είναι μικρές θετικές πλευρές, οι οποίες δεν βελτιώνουν σημαντικά τη γενικότερη εικόνα, ότι το ύψος αυτών των οφειλών είναι πάρα πολύ μεγάλο. Είπαμε ότι και τα δύο μαζί είναι γύρω στα 130 δις, το 72% του Α.Ε.Π., εάν δεν κάνω λάθος».
Υψηλά Πλεονάσματα
Σε ότι αφορά τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ο κ. Κουτεντάκης μίλησε για «αρνητική πλευρά», εξηγώντας ότι «όσο μεγαλύτερο ένα πρωτογενές αποτέλεσμα, γενικότερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, τόσο περισσότεροι πόροι που αποσπώνται από την ιδιωτική οικονομία, πράγμα που σημαίνει ότι όταν υπερβαίνει κατά πολύ η χώρα μας το δημοσιονομικό της στόχο στερεί από την ιδιωτική οικονομία περισσότερα από όσα θα χρειαζόταν». Εκτίμησε, δε, ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να το… συζητήσει με τους δανειστές, ώστε, «να βρεθεί μία ισορροπία που ούτε θα υπονομεύει την αξιοπιστία, αλλά ούτε και θα επιβαρύνει περισσότερο από ό,τι χρειάζεται την ιδιωτική οικονομία».
Προληπτική γραμμή
Σχετικά με την προληπτική γραμμή πίστωσης, την οποία το Μέγαρο Μαξίμου αφορίζει εξέφρασε την άποψη ότι «σημασία έχει τι λένε οι πιστωτές». «Αυτή τη στιγμή, επίσημα τουλάχιστον, δεν έχουν εκφράσει καμία τέτοια πρόθεση», συμπλήρωσε εννοώντας ότι η κυβέρνηση ουσιαστικά θα ακολουθήσει αναγκαστικά τις «εντολές» αυτών που δανείζουν τη χώρα μας. Μάλιστα, εκτίμησε ότι τα μέτρα που έχουν συμφωνηθεί και έχουν νομοθετηθεί θα πρέπει να ισχύσουν, κυρίως προκειμένου η κυβέρνηση να δείξει ότι είναι αξιοπιστίας.
Τέλος, ο κ. Κουτεντάκης τόνισε ότι για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις θα χρειαστούν κάποιες στρατηγικές που να επεκτείνονται σε μεγάλο χρόνο. «Αυτό σημαίνει, ότι κάποιου είδους συναίνεση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, πάνω σε γενικές κατευθύνσεις τουλάχιστον, θα πρέπει σιγά-σιγά να διαμορφωθεί, για τον απλούστατο λόγο, ότι ένα σχέδιο επίλυσης προβλημάτων, που θα πρέπει να επεκτείνεται σε μια δεκαετία, αν αλλάζει κάθε τρία - τέσσερα χρόνια, δεν θα λειτουργήσει», είπε κλείνοντας.