Γίγαντας με πήλινα πόδια
Liberal Markets - Out of the Box

Γίγαντας με πήλινα πόδια

Πολλοί εντυπωσιάστηκαν από την αρνητική τροπή που πήραν τα πράγματα αμέσως μετά την ανακοίνωση του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για ανακάλυψη κοιτασμάτων 320 δισ. κυβικών τόνων φυσικού αερίου στη Μαύρη Θάλασσα. Ο πανηγυρικός χαρακτήρας της ανακοίνωσης και τα βερμπαλιστικά χαρακτηριστικά της ουδόλως συγκίνησαν τις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης.

Η υποχώρηση του χρηματιστηρίου και η περαιτέρω υποχώρηση της ισοτιμίας της λίρας απέναντι στο δολάριο και στο ευρώ συνεχίστηκαν. Ουδείς πιστεύει ότι η ανακοίνωση θα αλλάξει τον ρου της ιστορίας της Τουρκίας και ότι θα μπορέσει να ανατρέψει την πορεία της τουρκικής οικονομίας.

Ο οίκος αξιολόγησης Fitch Ratings στην έκθεσή του υποβάθμισε τις προοπτικές της Τουρκίας από σταθερές σε αρνητικές. Η αξιολόγηση δεν έλαβε καν υπ’ όψιν της τις ανακοινώσεις Ερντογάν, αλλά στηρίχτηκε στα πραγματικά οικονομικά δεδομένα της παραπαίουσας τουρκικής οικονομίας. Η ραγδαία υποχώρηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων, από τα 81 δισ. δολάρια στα 45 δισ., προβλημάτισε ιδιαίτερα την Fitch, διότι τα αποθέματα φαίνεται πως εξαντλούνται σε μια προσπάθεια σταθεροποίησης της τουρκικής λίρας. Ομως, όπως έχουν δείξει αυτού του τύπου οι παρεμβάσεις, το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο. Και χρονικά και ποσοτικά.

Η τουρκική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται εκτός επενδυτικής βαθμίδας στο «BB-». Αυτό σημαίνει ότι η πιστοληπτική της ικανότητα είναι μηδενική και ότι οι κίνδυνοι της εξωτερικής χρηματοδότησης είναι μεγάλοι. Η Fitch Ratings σημείωσε ότι η τακτική που ακολούθησε η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας υποβάθμισε την αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής τόσο της ίδιας της τράπεζας όσο και της χώρας με δύο τρόπους: Ο ένας ήταν η παρέμβαση στην αγορά συναλλάγματος και ο άλλος, η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων σε μια προσπάθεια διοχέτευσης πιστώσεων στην αγορά. Η κεντρική τράπεζα διατηρεί τα επιτόκια κάτω από το επίπεδο του πληθωρισμού, αντί να σφίξει τη ρευστότητα του συστήματος.

Η τουρκική οικονομία, σύμφωνα με την Fitch, είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε εξωτερικές πιέσεις, ειδικότερα μετά την εφαρμογή της πολιτικής των αρνητικών επιτοκίων. Οι δε ενισχύσεις που λαμβάνει από το Κατάρ έχουν και αυτές τα όριά τους.

Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ)

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις χρηματιστηριακών αναλυτών για την πορεία της οικονομίας, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) της Τουρκίας για το 2020 θα υποστεί περαιτέρω πτώση της τάξεως του -4% και σε απόλυτους αριθμούς θα προσεγγίσει τα 724 δισ. δολάρια. Ο υπολογισμός του ΑΕΠ μπορεί να καταλήξει αισθητά χαμηλότερος, αν και εφόσον συνεχιστεί η υποτίμηση της τουρκικής λίρας. Διότι το ΑΕΠ κάθε χώρας υπολογίζεται για συγκριτικούς λόγους πάντα σε δολάρια. Όμως, η Διεθνής Τράπεζα κάνει πιο δυσάρεστες προβλέψεις για το ΑΕΠ του 2020 στα 660 δισ. δολάρια και του 2021 στα 684,5 δισ. δολάρια.

Η τουρκική οικονομία έχει επιστρέψει σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα. Συγκεκριμένα, χαμηλότερα και από τα επίπεδα του 2008. Η τουρκική οικονομία, μετά την εκρηκτική της άνοδο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2002-2013 όταν το ΑΕΠ από τα 238 δισ. δολάρια βρέθηκε στα 950 δισ. δολάρια, έχει αρχίσει να συρρικνώνεται με ταχείς ρυθμούς. Το 2014 ήταν στα 935 δισ. δολάρια, το 2016 στα 863 δισ. δολάρια, το 2018 στα 771 δισ. δολάρια, για να οδηγείται μέσα στο 2020 σε μια νέα υποχώρηση τουλάχιστον μέχρι τα 724 δισ. δολάρια ή και στα 660 δισ. δολάρια που εκτιμά η Παγκόσμια Τράπεζα.

To Χρηματιστήριο Borsa Istanbul

Ο δείκτης του Χρηματιστηρίου Borsa Istanbul (BIST 100) ή XU100 για το Bloomberg, από τις 600 μονάδες το 2010 σήμερα βρίσκεται στις 1.105 μονάδες, έχοντας ανακάμψει αισθητά μετά το ξέσπασμα της πανδημίας που είχε οδηγήσει τον δείκτη κοντά στις 850 μονάδες.

Βέβαια θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι αποτιμήσεις των εταιρειών υπολογίζονται σε τουρκικές λίρες, οπότε οποιεσδήποτε αναλύσεις και συγκρίσεις ανάμεσα σε διαφορετικά χρηματιστήρια, που γίνονται σε δολαριακή βάση, δίνουν μια διαφορετική συγκριτική εικόνα, καθόλου κολακευτική για το Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης.

Ο πληθωρισμός

Ο πληθωρισμός αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα της τουρκικής οικονομίας καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.

Με εξαίρεση το 4% του 2011, ο πληθωρισμός κυμαινόταν από το 7% έως το 10% μέχρι το 2017, οπότε και άλλαξε επίπεδα κινούμενος ανάμεσα στο 10% και το 25%. Ο τρέχων πληθωρισμός υπολογίζεται στο 12%.

Το διεθνές εμπόριο

Οι τουρκικές εξαγωγές υπερβαίνουν τα 247 δισ. δολάρια και οι σημαντικότερες αγορές αυτών είναι η Γερμανία με 10%, το Ηνωμένο Βασίλειο με 6% και ακολουθούν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία γύρω από το 5%. Η Διεθνής Τράπεζα αναμένει πτώση των εξαγωγών στα 196 δισ. μέσα στο 2020.

Οι εισαγωγές ανέρχονται στα 226 δισ. δολάρια, με βασικότερους εμπορικούς εταίρους τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας με 10%, τη Γερμανία με 9%, τη Ρωσία με 8%, τις ΗΠΑ και την Ιταλία από 5%. Η Διεθνής Τράπεζα αναμένει πτώση των εισαγωγών στα 206 δισ. μέσα στο 2020.

Ο δρόμος προς το ΔΝΤ έχει ανοίξει

Η προσφυγή της Τουρκίας προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) φαίνεται ως μονόδρομος. Στο παρασκήνιο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η τουρκική κυβέρνηση κάνει μια ύστατη προσπάθεια να αποτρέψει τη συναλλαγματική κρίση, αντλώντας άλλη μία ένεση συναλλάγματος σε συμφωνία με ξένη χώρα, όπως τα 15 δισ. δολάρια που άντλησε φέτος από το Κατάρ, στο οποίο η Τουρκία παρέχει στρατιωτική προστασία, ή με την κυβέρνηση της Τρίπολης, τον Ιούνιο, που πρόσφερε 12 δισ. δολάρια, ως αντάλλαγμα για την τουρκική στρατιωτική παρέμβαση στον εμφύλιο της Λιβύης.

Ο Τούρκος πρόεδρος υποστηρίζει ότι η Τουρκία έχει ξαναβρεθεί σε δύσκολη θέση και έχει επιβιώσει. Ομως σήμερα τα οικονομικά μέτωπα που έχει να αντιμετωπίσει δεν είναι εξωτερικά. Εχει χαθεί η εμπιστοσύνη στο εσωτερικό της χώρας, με τους πολίτες και τις επιχειρήσεις να μετατρέπουν τα διαθέσιμά τους και τις αποταμιεύσεις τους σε συνάλλαγμα. Ταυτόχρονα, η υπερβολική εταιρική έκθεση χρέους που ανέρχεται στα 300 δισ. δολάρια δεν φαίνεται ότι μπορεί να εξυπηρετηθεί.

Παρ’ όλα αυτά, ο Τούρκος πρόεδρος αρνείται την προσφυγή στο ΔΝΤ, διότι κάτι τέτοιο θα του αφαιρούσε τον έλεγχο της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας, θα του απαγόρευε τη συνέχιση των τεράστιων έργων που απορροφούν όλες τις δημόσιες δαπάνες και θα αποκαθήλωνε το εθνικιστικό και επεκτατικό μοντέλο που έχει επιλέξει.

Ο πρόεδρος Ερντογάν έχει επανειλημμένως υποσχεθεί πως δεν θα υποκύψει στις πιέσεις ξένων κέντρων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών τους και δεν θα δέσει ποτέ την Τουρκία στα «δεσμά» του ΔΝΤ. Σύμφωνα, δε, με πρόσφατη δημοσκόπηση του Ιδρύματος Οικονομικών Ερευνών της Κωνσταντινούπολης, το 70% των Τούρκων τάσσεται κατηγορηματικά κατά μιας προσφυγής στο ΔΝΤ, οπλίζοντας τα χέρια της τουρκικής κυβέρνησης ακόμη περισσότερο.

Βέβαια, όλοι γνωρίζουμε ότι οι υπερπατριωτικές κορώνες δεν μπορούν επ’ ουδενί να αποπληρώσουν τα τοκοχρεολύσια, ύψους 170 δισ. δολαρίων, που οφείλει να πληρώσει η Τουρκία στους δανειστές της. Τα μέτρα που υιοθετήθηκαν για τη στήριξη της λίρας εσπευσμένα τον Μάιο, που προέβλεπαν μείωση των εισαγωγών μέσω αύξησης των δασμών και επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων, ήπιας μορφής δεν έχουν ανατρέψει τις εξελίξεις.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι, σύμφωνα με τις αναλύσεις των οίκων αξιολόγησης, η Τουρκία έχει κάνει πολλά βήματα πίσω στο επιχειρηματικό, οικονομικό, επενδυτικό και μεταρρυθμιστικό πεδίο, από τη στιγμή που ο πρόεδρος Ερντογάν συγκέντρωσε πάνω σε αυτόν και σε στενούς του συνεργάτες όλες τις εξουσίες.

Η πολιτική διάσταση της τουρκικής οικονομίας

Η Τουρκία, παρά τα όσα προβλήματα αντιμετωπίζει, εξακολουθεί να είναι ένας μεγάλος παίκτης σε οικονομικό επίπεδο. Τα ευρωπαϊκά οικονομικά συμφέροντα στη γειτονική χώρα είναι τεράστια.

Η Τουρκία αποτελεί έναν σημαντικό οικονομικό και εμπορικό εταίρο για τις περισσότερες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτό πάντα μετράει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και στη δυναμική των συσχετισμών. 

* Αναδημοσίευση από την στήλη «Out of the Box» της ένθετης επενδυτικής και οικονομικής εφημερίδας Liberal Markets, που κυκλοφόρησε το Σάββατο 29 Αυγούστου με τον «Φιλελεύθερο».