Το μακρινό 2013 η New York Times προέτρεπε τους αναγνώστες της να τρέξουν να αγοράσουν ακίνητα στην Ελλάδα, καθώς οι τιμές ήταν πολύ χαμηλές. Όχι άδικα, καθώς, εκείνη την περίοδο υπολογίζεται ότι είχαν συρρικνωθεί από 30% έως 50%, από το peak της κρίσης το 2009.
Για παράδειγμα, διαμέρισμα 120 τ.μ., στο Κολωνάκι πωλούνταν, πριν την είσοδο της οικονομίας στα μνημόνια, προς περίπου 450.000 ευρώ, ωστόσο, το 2013 ελλείψει αγοραστικού ενδιαφέροντος η τιμή του είχε περιοριστεί σε λίγο περισσότερο από 100.000 ευρώ. Αυτές οι αποτιμήσεις ενδέχεται να μοιάζουν εξωπραγματικές σήμερα.
Ωστόσο, το 2013, που το διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα είχε περικοπεί σημαντικά, η πολιτική αστάθεια κυριαρχούσε, η οικονομία προσπαθούσε να ορθοποδήσει και η εργασιακή ανασφάλεια βρισκόταν στο «κόκκινο», ούτε αυτές οι χαμηλές τιμές προσέλκυαν αγοραστές. Ο λόγος; Ένα deal που θα πραγματοποιούνταν, για παράδειγμα, τον Φεβρουάριο του 2013, ενδεχομένως να «κλεινόταν» σε χαμηλότερη τιμή ύστερα από έξι μήνες. Τουλάχιστον, αυτή η αίσθηση υπήρχε στους πολίτες -δυνητικούς αγοραστές, αλλά και στους ξένους.
Σήμερα, όμως, τα δεδομένα έχουν αλλάξει πλήρως. Ύστερα και από την πανδημία που δεν προκάλεσε σημαντικές επιπτώσεις στο real estate, αλλά, αντίθετα, καταγράφηκε άνοδος αξιών της τάξεως του 10% το πρώτο εξάμηνο, έναντι του αντίστοιχου του 2020, φαίνεται ότι ο ανοδικός κύκλος έχει ξεκινήσει να διαγράφεται. Την ίδια στιγμή, η ισχυρή ζήτηση για στέγαση, έχει εκτοξεύσει τα μισθώματα, καθώς η αγορά ακινήτου είναι απαγορευμένος καρπός για τους περισσότερους.
Σύμφωνα εξάλλου, με πρόσφατη έρευνα της Re/max Ελλάδας, οι τιμές ενοικίασης κατοικιών εμφανίζουν ανοδικές τάσεις φέτος τόσο σε Αττική και Θεσσαλονίκη, ενώ στην περιφέρεια τείνουν να παραμένουν σταθερές. Έτσι, τα ενοίκια αυξήθηκαν κατά μέσο όρο κατά 5%, με την Αττική και τη Θεσσαλονίκη να βρίσκονται στο +6,2% και +9,4% αντίστοιχα.
Αυτό λοιπόν, είναι το υπόβαθρο, δηλαδή η αύξηση ζητούμενων τιμών πώλησης, άνοδος ενοικίων και ισχυρή ζήτηση από Έλληνες και ξένους για στέγαση, στο οποίο εντάσσεται η εκτίμηση της Τράπεζας Πειραιώς για επιστροφή των στεγαστικών δανείων. Εάν λάβουμε υπόψη ότι η τιμή πώλησης ανά τ.μ. για διαμερίσματα σχετικής παλαιότητας και σε περιοχές θεωρούμενες ως «προσιτές», κυμαίνεται από 1.300 έως 1.500 ευρώ και αντιστοιχεί στις μηνιαίες απολαβές ενός καλοπληρωμένου, ως ένα βαθμό, εργαζόμενου, γίνεται αντιληπτό γιατί όλοι οι δρόμοι μοιάζει να οδηγούν στο στεγαστικό. Με άλλα λόγια, απαιτούνται περίπου έξι χρόνια αποταμίευσης του συνόλου των απολαβών-χωρίς δηλαδή ο εργαζόμενος να πραγματοποιεί καμία δαπάνη διαβίωσης-για την απόκτηση ενός διαμερίσματος αξίας 90.000 ευρώ με επιφάνεια 70 τ.μ.
Την ίδια στιγμή, ένα ιδιαίτερα χαμηλό ενοίκιο της τάξεως των 300 ευρώ θα μπορούσε, όπως αναφέρουν μεσίτες, να μετατραπεί σε δόση στεγαστικού δανείου. Η επιλογή όμως, του στεγαστικού δανείου προϋποθέτει ότι ο δανειολήπτης θα έχει σταθερή εργασία, όπως και ότι -ευρύτερα- οι τιμές των ακινήτων δεν θα διολισθήσουν. Φαίνεται κάτι τέτοιο στον ορίζοντα; Η απάντηση είναι καταφατική.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, το ΑΕΠ αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω εξαιτίας και των μεγάλων επενδύσεων που θα χρηματοδοτηθούν με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό, πρακτικά, συνεπάγεται, ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης, μείωση της ανεργίας και κατ’ επέκταση εργασιακή σταθερότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η στεγαστική πίστη ενθαρρύνεται.
Αφενός δηλαδή, λόγω της προσδοκώμενης ανάκαμψης της οικονομίας που αποδυναμώνει την εκδήλωση «χρεοστασίου» από πλευράς νοικοκυριών. Και αφετέρου εξαιτίας της αναμενόμενης ανόδου των τιμών που τροφοδοτεί το σενάριο των υπεραξιών στο real estate, δεδομένου ότι το ελληνικό real estate δεν έχει ακόμη ανακτήσει τις απώλειες της περιόδου της κρίσης, οι οποίες ξεπερνούν το 40%.
Κοινό παρονομαστή αποτελεί και η αποκλιμάκωση της φορολογίας με κυρίαρχη τη μείωση του ΕΝΦΙΑ. Σε συνδυασμό, δε, με την αναστολή του ΦΠΑ, τις εκπτώσεις φόρου για έργα ανακαινίσεων, την αναστολή του φόρου υπεραξίας, τη χορήγηση κινήτρων σε πλούσιους και συνταξιούχους για τη μεταφορά στη χώρα μας της φορολογικής τους έδρας, υπό τον όρο υλοποίησης επενδύσεων και βέβαια το καθεστώς της «χρυσής βίζας», το growth story της αγοράς ακινήτων έχει «καύσιμη ύλη». Κι αυτό με τη σειρά καθιστά συμφέρουσα επιλογή την αγορά ενός σπιτιού, σε σχέση με την ενοικίασή του.