Την περασμένη Κυριακή, ο απερχόμενος Κινέζος πρωθυπουργός Λι Κετσιάνγκ ανακοίνωσε τον στόχο για την ανάπτυξη του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Απευθυνόμενος για τελευταία φορά στο κοινοβούλιο της χώρας, ο Λι εξέπληξε τους διεθνείς οικονομολόγους και αναλυτές παρουσιάζοντας τον στόχο ανάπτυξης κατά 5%, δηλαδή τον χαμηλότερο στην ιστορία. Η μόνη φορά στο παρελθόν που ο στόχος ανάπτυξης του ΑΕΠ ήταν κάτω από 6% ήταν πέρυσι, όταν αυτός είχε καθοριστεί στο 5,5%.
Η περσινή χρονιά ήταν και η μοναδική φορά που η πρόβλεψη της οικονομικής ηγεσίας έπεσε εντελώς έξω, αφού η τελική ανάπτυξη έφθασε στο 3%. Όλες τις άλλες χρονιές από το 1996 μέχρι τώρα, η τελική ανάπτυξη του ΑΕΠ ήταν τουλάχιστον ίση και πολλές φορές μεγαλύτερη από την προβλεφθείσα. Μόνο το 1998 υστέρησε ελάχιστα αφού ο στόχος ήταν για ανάπτυξη 8% και τελικά ήρθε στο 7,8%, πράγμα πολύ λογικό αφού το 1998 είχε λάβει χώρα η μεγάλη οικονομική κρίση στην Ασία.
Η έκπληξη όμως δεν έχει σχέση μόνο με το ότι ο στόχος είναι ο χαμηλότερος στην ιστορία. Έχει σχέση και με το γεγονός πως οι περισσότεροι οικονομολόγοι περίμεναν πως το 2023 θα είναι μία χρονιά πιο ισχυρής ανάπτυξης, μετά την περσινή περιπέτεια εξαιτίας των μέτρων περιορισμού της εξάπλωσης του Covid - 19. Σε αυτό το συμπέρασμα είχαν οδηγηθεί και από τα πολύ ισχυρά οικονομικά στοιχεία που είχαν ανακοινωθεί πριν μερικές μέρες.
Μία πιο προσεκτική ματιά στην τωρινή κατάσταση της κινεζικής οικονομίας σε συνδυασμό με την πολιτική κατάσταση που επικρατεί μετά την επανεκλογή του προέδρου Σι Τζινπίνγκ μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα σε τι μπορεί να οφείλεται η υιοθέτηση ενός όχι τόσο φιλόδοξου στόχου οικονομικής ανάπτυξης για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Πρώτα πρέπει να θυμίσουμε αυτό που μόλις είπαμε, πως δηλαδή συνήθως οι ετήσιοι στόχοι για την ανάπτυξη ξεπερνιούνται. Αυτό σημαίνει πως ο Λι Κετσιάνγκ μπορεί να υποεκτίμησε σκόπιμα τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ. Μπορεί όμως να τον υποεκτίμησε και για έναν ακόμα λόγο: η τρίτη θητεία του προέδρου Σι Τζινπίνγκ ξεκινά με μία σχεδόν ολοκληρωτική ανανέωση του οικονομικού επιτελείου του. Ο πρωθυπουργός Λι δεν είναι ο μόνος που αποχωρεί. Σύμφωνα με σχολιαστές του Bloomberg και του Reuters, ο απερχόμενος πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του δεν έχουν κανέναν λόγο να δημιουργήσουν άγχος στους διαδόχους τους και να δυσκολέψουν τη δουλειά τους υιοθετώντας έναν πολύ φιλόδοξο στόχο για την οικονομική ανάπτυξη.
Κάτι άλλο πολύ σημαντικό που μπορεί να εξηγήσει τον σχετικά χαμηλότερο στόχο ανάπτυξης είναι το ότι η κινεζική οικονομία αντιμετωπίζει ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα δανεισμού, κυρίως από τη μεριά των τοπικών κυβερνήσεων των διαφόρων επαρχιών της χώρας. Οι αναλυτές του Reuters υπολογίζουν πως αυτές οι κυβερνήσεις οφείλουν περίπου 9 τρισεκατομμύρια γιουάν, (κοντά στα 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) σε τράπεζες και άλλους δανειστές, κυρίως ομολογιούχους.
Αυτό το μεγάλο χρηματικό ποσό έχει χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση τοπικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον βιομηχανικό τομέα και στον τομέα της ανάπτυξης ακινήτων. Κατά τους αναλυτές του διεθνούς πρακτορείου, οι τοπικές κυβερνήσεις δεν είναι σε θέση να αποπληρώσουν αυτά τα δάνεια, καθώς δεν μπορούν οι ίδιες να εισπράξουν τα οφειλόμενα από τις τοπικές επιχειρήσεις.
Είναι πολύ πιθανόν να χρειαστεί κάποιου τύπου οικονομική ενίσχυση των τοπικών κυβερνήσεων, ενίσχυση η οποία λογικά θα πρέπει να προέλθει από το Κινεζικό Δημόσιο. Αν αυτό ισχύει, σημαίνει πως θα είναι πιο δύσκολο να ληφθούν μέτρα τόνωσης της οικονομίας, όπως είχε γίνει στο παρελθόν, πολύ απλά γιατί δεν θα φθάνουν τα χρήματα. Σημαίνει επίσης πως οι μεγάλες κρατικές τράπεζες δεν είναι πλέον πολύ πρόθυμες να δανείσουν τις τοπικές κυβερνήσεις, κάνοντας την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη για όσους περιμένουν και ελπίζουν να χρηματοδοτηθούν από αυτές όπως γινόταν μέχρι τώρα.
Ένα άλλο πρόβλημα που έχει σχέση και με το προηγούμενο, είναι η κακή κατάσταση στην αγορά ακινήτων και η δύσκολη θέση των εταιρειών ανάπτυξης ακινήτων. Ο Λι Κετσιάνγκ δήλωσε σαφώς πως θα παταχθεί η άναρχη ανάπτυξη σε αυτόν τον τομέα, Δεδομένου του ότι ο τομέας αυτός έχει μεγάλη βαρύτητα στην κινεζική οικονομία, είναι πολύ λογικό να υποθέσουμε πως η συγκρατημένη ανάπτυξή του θα έχει αρνητική επίδραση στη συνολική οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Μιλώντας για την «άναρχη ανάπτυξη» μας έρχεται στο νου η πολυετής πλέον εκστρατεία του προέδρου Σι εναντίον της κερδοσκοπίας στον τομέα κατασκευής και ανάπτυξης ακινήτων. Αυτή η εκστρατεία, μέρος του αγώνα κατά της διαφθοράς, βρίσκεται προς το τέλος της.
Όπως επισημαίνει όμως η Σούλι Ρεν από το Bloomberg, μάλλον δίνει τη θέση της στην επόμενη, η οποία φαίνεται πως θα έχει στόχο τη διαφθορά στον τραπεζικό τομέα. Η Ρεν επισημαίνει πως τις τελευταίες εβδομάδες έχει ξεκινήσει ένα κυνηγητό εις βάρος πολύ επιτυχημένων στελεχών κρατικών τραπεζών που έχουν γίνει γνωστοί για τις μεγάλες επιτυχίες τους και τις επιχειρηματικές συμφωνίες που επιτυγχάνονται με τη δική τους βοήθεια. Αν αυτό συνεχιστεί θα οδηγήσει με βεβαιότητα στη μείωση του ρυθμού δανειοδότησης των επιχειρήσεων, πράγμα που δεν θα βοηθήσει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, την οικονομική ανάπτυξη.
Έχοντας στο μυαλό μας όλα τα προηγούμενα, δεν πρέπει να νοιώθουμε έκπληξη για τη σχετική επιφυλακτικότητα του κινεζικού οικονομικού επιτελείου. Ούτως ή άλλως, οι προβλέψεις των οικονομικών αναλυτών μιλούσαν για έναν στόχο κοντά στο 5,3% με 5,4%. Η διαφορά δεν είναι και τόσο ουσιαστική. Δεν πρέπει να ξεχνάμε και το γεγονός πως η κινεζική οικονομία είναι πλέον τόσο μεγάλη που ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ κατά 5% δεν μπορεί να θεωρηθεί πολύ χαμηλός. Οι περισσότερες μεγάλες δυτικές χώρες θα πανηγύριζαν έξαλλα αν μπορούσαν να τον πετύχουν.
Από την άλλη, δεν πρέπει να στενοχωριόμαστε και τόσο πολύ. Μία πιο ισχυρή άνοδος του κινεζικού ΑΕΠ μπορεί να έχει ευεργετική επίδραση και στην παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, αλλά θα προκαλέσει ανοδική πίεση στις τιμές των πρώτων υλών και των καυσίμων. Αυτό είναι σίγουρο πως δεν θα μας άρεσε και πολύ. Η ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων είναι ένα από τα τελευταία πράγματα που θέλουμε αυτή τη στιγμή, ειδικά μετά από όσα μας είπε προχθές ο διοικητής της Fed Τζέι Πάουελ.