Γιατί επιμένει η κυβέρνηση για το χρέος κόντρα στην απόφαση του Eurogroup

Γιατί επιμένει η κυβέρνηση για το χρέος κόντρα στην απόφαση του Eurogroup

 

Του Βασίλη Γεώργα

Η συμφωνία για το χρέος στο Eurogroup της 25ης Μαΐου ήταν μια πολύ καλή συμφωνία η οποία, όμως, βασίστηκε σε πολύ κακές διατυπώσεις.

Η εσκεμμένη ασάφεια ως προς τον χρόνο που θα ληφθούν οι αποφάσεις διευθέτησης του χρέους σε αντιπαραβολή με την πολύ σαφή διατύπωση για τον χρόνο που αυτές θα εφαρμοστούν αφήνει εδώ και μήνες την Αθήνα και το Βερολίνο να ερμηνεύουν κατά το δοκούν τη συμφωνία και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να παίζει κρυφτούλι για τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα, στρώνοντας τον δρόμο για 4ο μνημόνιο.

Το αποτέλεσμα είναι πως πέντε μήνες μετά όλα βρίσκονται στον αέρα. Όσο καθαρίζει το τοπίο, όμως, το μήνυμα από όλες τις πλευρές είναι πως αν δεν ληφθούν μόνιμα διαρθρωτικά μέτρα στην ελληνική οικονομία με έμφαση το συνταξιοδοτικό και τη φορολογία ώστε να μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες και να αυξηθούν τα έσοδα για να αποπληρώνεται το χρέος, ουσιαστική αναδιάρθρωση δεν θα γίνει.

Eurogroup: Μετά το τέλος του προγράμματος

Η συμφωνία της 25ης Μαΐου ήταν απολύτως σαφής μόνο για το είδος των μέτρων που εξετάζονται και τον χρόνο που αυτά θα εφαρμοστούν, αλλά όχι το πότε θα εξειδικευτούν. Στη σχετική απόφαση αναφέρεται επί λέξει ότι «η πιθανή ελάφρυνση του χρέους θα εφαρμοστεί μετά το τέλος του προγράμματος στα μέσα του 2018 και ο τρόπος θα αποφασιστεί από το Eurogroup και με βάση την αναθεωρημένη Ανάλυση Βιωσιμότητας του Χρέους και σε συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, υπό την αίρεση της πλήρους εφαρμογής του προγράμματος».

Αναφέρεται επίσης στο ίδιο ανακοινωθέν του Eurogroup ότι «σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, το Eurogroup αναμένει την πιθανή εφαρμογή του δεύτερου μέρους των προαπαιτούμενων μέτρων (σ.σ για το χρέος), μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος του ESM. Αυτά τα μέτρα θα τεθούν σε εφαρμογή εάν η επικαιροποιημένη ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, την οποία θα συντάξουν οι θεσμοί στο τέλος του προγράμματος, δείξει ότι είναι απαραίτητα ώστε να επιτευχθεί το όριο του GFN (δείκτης ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών κάτω από το 15%). Τα μέτρα υπόκεινται στη θετική αξιολόγηση των θεσμών και του Eurogroup για την εφαρμογή του προγράμματος».

Συνεπώς η κυβέρνηση γνώριζε από την πρώτη στιγμή ότι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες παρεμβάσεις για το ελληνικό χρέος θα αρχίσουν να υλοποιούνται σταδιακά, μετά το τέλος του 3ου μνημονίου και μόνον εφόσον έχουν κλείσει επιτυχώς όλες οι αξιολογήσεις και παράλληλα κρίνεται ότι απαιτούνται διευθετήσεις. Ομοίως ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Wolfgang Schaeuble (ΦΩΤ.), που έχει πάρει επάνω του τον ρόλο του «κακού», γνώριζε πολύ καλά το είδος της συμφωνίας που έκανε στο Eurogroup, καθώς πέτυχε μέσω της ασάφειας να κλοτσήσει το ντενεκεδάκι του ελληνικού χρέους για πολύ αργότερα από τις γερμανικές εκλογές.

Μόνα σίγουρα τα βραχυπρόθεσμα μέτρα

Εξαίρεση στον συμβιβασμό που έγινε τον περασμένο Μάιο αποτελούν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το ελληνικό χρέος, τα οποία καλύπτουν την περίοδο από το πέρας της 1ης αξιολόγησης μέχρι το 2018 και αφορούν:

  1. στην ομαλοποίηση των πληρωμών τόκων («εξομάλυνση του προφίλ αποπληρωμής για τα 130 δισ. ευρώ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας / EFSF),
  2. στη μείωση επιτοκίων για συγκεκριμένο κομμάτι του χρέους,
  3. και στην σταθεροποίηση των κυμαινόμενων επιτοκίων.

Οι αποφάσεις για αυτά τα μέτρα είναι οι μόνες σίγουρες –σ.σ. πάνω σε αυτές εργάζεται ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM)–, αλλά είναι προφανές πως εξαρχής δεν κάλυπταν σε καμία περίπτωση ούτε το αφήγημα της κυβέρνησης για «ξεκάθαρο διάδρομο προς τους επενδυτές», ούτε τις ελάχιστες απαιτήσεις του ΔΝΤ προκειμένου να εκπονήσει έκθεση βιωσιμότητας χρέους.

Η ερμηνεία που σκοπίμως έδωσε η κυβέρνηση τον Μάιο αρχίζοντας να χτίζει το δικό της success story τον Μάιο ήταν πως μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα θα εξειδικευτούν και θα αποφασιστούν «τώρα». Δηλαδή αμέσως μετά την ολοκλήρωση της 1ης ή το αργότερο της 2ης αξιολόγησης, οι δανειστές θα δεσμεύονταν εγγράφως και αναλυτικά για το πώς θα διευθετούσαν το χρέος μετά το 2018.

Γιατί άνοιξε το μέτωπο του χρέους

Στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, έδωσε μια έμμεση απάντηση στο ερώτημα γιατί σήκωσε τόσο ψηλά τον πήχη των προσδοκιών. Είπε ότι η κυβέρνησή του «άνοιξε όλα τα μέτωπα από επιλογή», και ειδικότερα το χρέος, επειδή έχει «ιστορική ευθύνη» και «δεν θέλει να διαχειριστεί τη μιζέρια, αλλά να απογειώσει την Οικονομία». Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι, ελλείψει οποιασδήποτε άλλης προετοιμασίας για την ανάκαμψη της Οικονομίας, που καθηλώθηκε τα δύο τελευταία χρόνια, η κυβέρνηση δεν είχε εναλλακτική από το να ζητήσει «εδώ και τώρα λύση». Εξ ου και η στρατηγική απόφαση του οικονομικού επιτελείου να πάει κόντρα στην απόφαση του Eurogroup και να θέσει από τώρα θέμα μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων για την περίοδο μετά το 2018 στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων διευθέτησης του χρέους.

Η αφήγηση αυτή είναι λογική, από τη στιγμή που όλοι αντιλαμβάνονται πως όσο καθυστερεί μια λύση για το χρέος –ασχέτως του πότε αυτή τελικά θα εφαρμοστεί– και η απελευθέρωση δημοσιονομικού χώρου, τόσο θα αργεί η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία και θα παραμένουν οι επιφυλάξεις των επενδυτών και των καταθετών. Αυτό με τη σειρά του εμποδίζει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αναβάλει την «έξοδο» της Ελλάδας στις αγορές και, συνεπώς, εμποδίζει τη χώρα να αναπληρώσει με εξωτερικό δανεισμό μέρος των αναγκών της, κρατώντας την δέσμια των μηχανισμών χρηματοδότησης.

Αυτή είναι, όμως, η μια όψη του νομίσματος, σύμφωνα με την οποία η διευθέτηση του χρέους θα είναι η πανάκεια για όλα τα οικονομικά και διαρθρωτικά προβλήματα της Οικονομίας. Την άποψη αυτή δεν έχουν κανέναν λόγο να υιοθετήσουν οι υπόλοιποι πιστωτές της χώρας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και πολλές ακόμη υπερχρεωμένες χώρες. Ας σημειώσουμε εδώ ότι, σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Γιώργο Χουλιαράκη (ΦΩΤ.), ενώ στην Ελλάδα διεκδικούμε οι ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες στην Ελλάδα να διαμορφωθούν κάτω από το 15%, στην Ιταλία την επόμενη τριετία έχουν μέσο όρο 19,5%, στην Πορτογαλία 16%, στην Ισπανία 17,5% και στις ΗΠΑ 18%.

Αγνοεί επίσης ότι η Γερμανία είναι ο ισχυρός δανειστής που διαμορφώνει τους όρους του παιχνιδιού και η ελληνική πλευρά είναι εκείνη που ζητά τις ευκολίες πληρωμής. Συνεπώς ακόμη και αν πιστεύει πως έχει το δίκιο με το μέρος της, η Αθήνα δεν έχει καμία δύναμη να το διεκδικήσει και πολύ περισσότερο να θέσει τελεσίγραφα στο Βερολίνο, το οποίο αντίθετα είναι εκείνο που απειλεί επαναφέροντας το «Σχέδιο Schauble».

Κλειδί για το χρέος τα μέτρα για συντάξεις και φόρους

Οι δανειστές έκαναν εξ αρχής σαφές πως αναγνωρίζουν την ανάγκη να διευκολυνθεί η αποπληρωμή του ελληνικού χρέους στο μέλλον. Εξ ου και κατέβασαν τον πήχη των μικτών χρηματοδοτικών αναγκών που πρέπει να καλύπτει η χώρα, στο 15% μεσοπρόθεσμα, αρχής γενομένης από το 2020 και μετά όταν οι δαπάνες θα τείνουν να ξεπεράσουν αυτό το επίπεδο.

Έχουν θέσει, όμως, δύο αυστηρούς όρους που εξειδικεύονται με λεπτομέρεια στην επίμονες παραινέσεις της Γερμανίας για τις ιδιωτικοποιήσεις και στις επαναλαμβανόμενες απαιτήσεις του ΔΝΤ για μόνιμα διαρθρωτικά μέτρα με προτίμηση στις μειώσεις των συντάξεων (κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στο Νόμο Κατρούγκαλου) και στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης (μείωση αφορολόγητου).

Στιγμιότυπο από συγκέντρωση συνταξιούχων στην πλατεία Κοτζιά και πορεία προς το υπουργείο Εργασίας πριν 2 εβδομάδες. 

Αυτά τα δύο είναι, σύμφωνα με τους δανειστές, τα «κλειδιά» για να συμπληρωθεί το σχήμα κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας. Να ξεπληρώνει χρέος από την πώληση κρατικής περιουσίας, να περιορίζει τα έξοδά της για το Δημόσιο και να καλύπτει τις ανάγκες εισπράττοντας περισσότερους φόρους.

Είναι τα υλικά με τα οποία χτίστηκαν λίγο πολύ τα προηγούμενα μνημόνια και θα χτιστεί και το επόμενο.