Όπως έχει επανειλημμένα αναλυθεί από τους αρθρογράφους του liberalmarkets, η μέθοδος που επελέγη από την Ελβετική κυβέρνηση και την Κεντρική Τράπεζας της Ελβετίας, με τις ευλογίες τόσο της Fed όσο και της ECB, για τη διάσωση της Credit Suisse θορύβησε υπέρμετρα τις αγορές. Διότι χάθηκε η έννοια της εμπιστοσύνης.
H σωτηρία της Credit Suisse στηρίχθηκε αφ’ ενός πάνω στην καταστροφή των ομολογιούχων - δανειστών της και αφ’ ετέρου πάνω στην εξαγορά της από την UBS, χωρίς ωστόσο να έχουν ερωτηθεί περί τούτο οι μέτοχοι της τελευταίας.
Έτσι οι μεν κάτοχοι των ομολόγων υψηλού κινδύνου ΑΤ1 (Additional Tier 1) της Credit Suisse απώλεσαν κεφάλαια ύψους $17,3 δισ., οι δε μέτοχοι της UBS υποχρεώθηκαν να καταβάλουν $3,2 δισ. για να εξαγοράσουν την Credit Suisse αναλαμβάνοντας παράλληλα ζημίες $5,4 δισ. που προέρχονται από την εκκαθάριση παραγώγων και άλλων επισφαλών περιουσιακών στοιχείων.
Παράλληλα η ελβετική κυβέρνηση δεσμεύτηκε να διαθέσει $122 δισ. για τη στήριξη της συμφωνίας εξαγοράς της CS από την UBS, ενώ και η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας (SNB) δεσμεύτηκε να παράσχει γραμμή ρευστότητας ύψους $112 δισ. που δεν θα φέρει κρατικές εγγυήσεις. Αυτό το συνολικό ποσό των $234 δισ. που ισοδυναμεί με το ¼ του Ελβετικού Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, αποφασίστηκε να δαπανηθεί ώστε να διαφυλαχθεί η φήμη του ελβετικού τραπεζικού συστήματος καθώς και η εικόνα της ασφάλειας και της σιγουριάς της Ελβετίας, ως χρηματοπιστωτικού, επενδυτικού και επιχειρηματικού κέντρου.
Σε πρώτη φάση και εφ’ όσον όλα κυλήσουν ομαλά, το κόστος για κάθε Ελβετό πολίτη θα ανέρχεται μέχρι του ποσού των $14.000. Kάθε Ελβετός φορολογούμενος θα κληθεί να καλύψει τις ζημίες από τις άστοχες, επικίνδυνες και πολλές φορές παράνομες πράξεις των τραπεζικών στελεχών της Credit Suisse.
Δηλαδή οι Ελβετοί φορολογούμενοι θα επωμιστούν τα βάρη από τη δίνη της αβεβαιότητας, της αφερεγγυότητας και μιας σειράς σκανδάλων της Credit Suisse κατά τη διάρκεια της τελευταίας 40ετίας.
Ας θυμηθούμε πως από το 1986 η Credit Suisse είχε κατηγορηθεί για την αποδοχή χρημάτων ύψους 10 δισ. δολ. από τον Φιλιππινέζο Πρόεδρο Ferdinand Marcos και τη σύζυγο του Imelda, μέσω λογαριασμών που ανήκαν σε ανύπαρκτους καταθέτες, όπως ήταν ο “Williams Saunders" και «Jane Ryan». Χρήματα που είχαν χαρακτηριστεί ως κλοπιμαία.
Το 1999 η Credit Suisse είχε χάσει την άδεια λειτουργίας της στην Ιαπωνία, μετά από μαζική καταστροφή ενοχοποιητικών εγγράφων της τράπεζας.
Το 2000 η Credit Suisse είχε δεχθεί καταθέσεις ύψους $214 εκατ. από τον στρατιωτικό ηγέτη της Νιγηρίας Sani Abacha, με αποτέλεσμα η τράπεζα να τιμωρηθεί από την εποπτεύουσα αρχή Swiss Federal Banking Commission.
Το 2004, μετά την επαναλειτουργία της Credit Suisse στην Ιαπωνία, στέλεχος της τράπεζας συνελήφθη με την κατηγορία του ξεπλύματος μαύρου χρήματος που προέρχονταν από την yakuza, την περίφημη ιαπωνική μαφία.
Κατά την περίοδο 2004 - 2008 οι ελβετικές διωκτικές αρχές στράφηκαν κατά της τράπεζας για το ξέπλυμα $146 εκατ. που σχετίζονταν με δίκτυο ναρκωτικών στη Βουλγαρία. Όταν είχε αποκαλυφθεί το σχετικό σκάνδαλο, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΡΡ - European People's Party) είχε καλέσει τη Ευρωπαϊκή Ένωση να αλλάξει τη στάση της απέναντι στην Ελβετία.
Ακολούθησαν τα δύο πρόσφατα «σκάνδαλα», με την Archegos και την Greensill Capital, για να καταλήξουμε την άνοιξη του 2022, στην έρευνα από την πλευρά των Αμερικανικών διωκτικών αρχών για τη καταστροφή εγγράφων, που σχετίζονταν με δανειοδοτήσεις της Credit Suisse προς Ρώσους ολιγάρχες, όπως είχε αποκαλύψει το CNN.
Μέσα από αυτό το πρίσμα ήταν αναμενόμενο να προκληθεί πολιτική αναταραχή, όταν η συζήτηση για την «έκτακτη κίνηση σωτηρίας” της Credit Suisse έφτασε στο ελβετικό κοινοβούλιο. Έτσι το ελβετικό κοινοβούλιο απέρριψε το πακέτο κρατικής ενίσχυσης ύψους 109 δισ. ελβετικών φράγκων προς την Credit Suisse στο πλαίσιο της συγχώνευσής της με την UBS.
Παρά την αρνητική ψήφο κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας στην Κάτω Βουλή του Ελβετικού Κοινοβουλίου με 103 κατά, έναντι 71 υπέρ, τα κεφάλαια και οι εγγυήσεις που απαιτούνται σαν στήριξη για την «υποχρεωτική» εξαγορά της Credit Suisse από την UBS, έχουν ήδη δεσμευτεί.
Η μεν κυβέρνηση υποστηρίζει πως το μήνυμα της κοινοβουλευτικής απόρριψης του πακέτου διάσωσης, θα έχει αρνητικό αντίκτυπο για τη χώρα και τα συμφέροντα της, απέναντι στους επενδυτές και τους τραπεζικούς πελάτες. Η δε αντιπολίτευση δηλώνει ότι η χρήση του νόμου περί εκτάκτων αναγκών που παραγκωνίζει τους εκλεγμένους αντιπροσώπους των πολιτών στην Ελβετία έχει διευρυνθεί σε τέτοιο βαθμό τα τελευταία χρόνια που αρχίζει να ενοχλεί.
Για να αντιληφθούμε καλύτερα το μέγεθος της κρατικής ενίσχυσης της Credit Suisse, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης από τα τοξικά ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια που είχε οδηγήσει και στην κατάρρευση της Lehman Brothers, η UBS που πλησιάσει στο γκρεμό, είχε λάβει περίπου 6 δισ. ελβετικά φράγκα από την κυβέρνηση της χώρας και έχει περάσει τοξικά στοιχεία ύψους 54 δισ. ελβετικών φράγκων από τον ισολογισμό της σε ένα ταμείο που εγγυήθηκε η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας.
Η δυσαρέσκεια των Ελβετών πολιτών επεκτείνεται και σε δυο ακόμα γεγονότα. Το πρώτο είναι πως οι μέτοχοι της Credit Suisse δεν έχουν απωλέσει τα κεφάλαια τους και το δεύτερο είναι πως τα τραπεζικά στελέχη, οι διοικήσεις της Credit Suisse και οι εποπτικές αρχές που ευθύνονται για τη έκβαση της κατάρρευσης, δεν φαίνεται ότι θα βρεθούν αντιμέτωποι με τη δικαιοσύνη.
Όπως βλέπουμε λοιπόν ο τρόπος που επελέγη για τη σωτηρία της Credit Suisse, δεν ικανοποίησε ούτε τους ξένους επενδυτές, ούτε τους Ελβετούς πολίτες. Διότι καταπάτησε τα δικαιώματα των ομολογιούχων επενδυτών, διότι δεν έλαβε υπ’ όψιν της τη βούληση των μετόχων της UBS και τέλος διότι επιβάρυνε τους Ελβετούς φορολογούμενους.