Η πανδημία θα οδηγήσει το κρατικό χρέος της Ελλάδας πάνω από το 200% του ΑΕΠ, ανατρέποντας στην ουσία τις πολυετείς προσπάθειες μείωσής του.
Το χρέος λοιπόν ελέω της διάρκειας της πανδημίας επιστρέφει ως πρόβλημα, γεγονός που δεν τονίζουν μόνο οι ξένοι αξιωματούχοι.
Όμως αυτή τη φορά, η Ελλάδα έχει όχι έναν, αλλά πολλούς άσσους στο μανίκι της. Μάλιστα κάποιους από αυτούς, τους χρωστάει και στην προηγούμενη κυβέρνηση. Αν και είναι κρίμα που δεν αναγνωρίζουν όλοι ότι είμαστε στο ίδιο καράβι, αυτό που θα πρέπει να ζυγίσουμε ως επενδυτές και ως πολίτες, είναι ότι αυτή τη φορά, οι συνισταμένες του προβλήματος είναι τελείως διαφορετικές.
Καταρχάς, η πανδημία δεν χτύπησε μόνο την Ελλάδα.
Το κρατικό χρέος των χωρών-μελών της Ευρωζώνης ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να αναθεωρηθεί έως και το 101% κατά μέσο όρο το 2020.(σ.σ: έως τον Σεπτέμβριο του 2020 ήταν στο 97,3%).
Οι περισσότερες χώρες της ΕΕ είναι στην ουσία σε μια κούρσα υπερχρέωσης. Για την ακρίβεια, σχεδόν όλος ο πλανήτης είναι ένα χρέος με πολλά πολλά μηδενικά.
Αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που αυτή τη φορά κοινωνοί του προβλήματος είναι όχι μόνο οι πιο σημαντικές οικονομίες της Ευρωζώνης αλλά και του υπόλοιπου κόσμου, θα κατευθυνθούμε σε μια «συνολική λύση» προκειμένου να αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί την διόγκωση του χρέους.
Επομένως η Ελλάδα ούτε απομονωμένη είναι όπως στην προηγούμενη κρίση χρέους, ούτε «δακτυλοδεικτούμενη».
Επιπλέον οι Κεντρικές Τράπεζες ανά τον κόσμο έχουν καταστήσει σαφές ότι η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης και των χαμηλών επιτοκίων θα συνεχιστεί για πάρα πολύ καιρό, προκειμένου να κρατηθεί το κόστος δανεισμού και εξυπηρέτησης του χρέους σε χαμηλά επίπεδα. Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι η βιωσιμότητα του χρέους είναι πιο σημαντική στην εποχή μας από το μέγεθος του. Σε απλά ελληνικά, δεν έχει σημασία πόσα χρωστάς αλλά αν μπορείς να τα πληρώσεις.
Μία από τις πιο σημαντικές όμως εξελίξεις είναι, όπως εύστοχα τόνισε πριν λίγους μήνες και ο κύριος Παπαδημούλης, ότι «υπό την πίεση της πανδημίας η ΕΕ έχει κάνει δύο θετικά βήματα, τη δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού χρέους μέσω της Κομισιόν, καθώς και το Ταμείο Ανάκαμψης».
Ο λόγος που η συμφωνία της 21ης Ιουλίου είναι ιστορική, είναι ότι αποτελεί την πρώτη κοινή δημοσιονομική απάντηση της Ε.Ε. σε μια κρίση ύφεσης, προτάσσοντας τη διασυνοριακή αλληλεγγύη και την εσωτερική συνοχή πάνω από τις όποιες εθνικές διαφορές.
Μπορεί για δεκαετίες ολόκληρες οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι να απέρριπταν την έννοια του ευρωομολόγου - όπως ακριβώς σήμερα θεωρούν αδιανόητη τη διαγραφή χρέους εξαιτίας της πανδημίας - όμως όταν ήρθε η ώρα, η Ευρώπη αποφάσισε αυτό που έπρεπε.
Προκειμένου να χρηματοδοτήσει το Ταμείο Ανάκαμψης, η Κομισιόν αποφάσισε να βγει στις αγορές και να δανειστεί με την εγγύηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του προϋπολογισμού της, για λογαριασμό όλων των κρατών. Στην ουσία δηλαδή, η ΕΕ αποφάσισε να διαχυθεί η αξιολόγηση «ΑΑΑ» σε όλα τα κράτη-μέλη. Μέσα από αυτή την οπτική γωνία, τα νέα ομολογιακά δάνεια ύψους 750 δισ. που θα εκδώσει η Κομισιόν δεν θα είναι στον πυρήνα τους τίποτε παραπάνω και τίποτε λιγότερο από τα πολυαναμενόμενα και πολυσυζητημένα ευρώ-ομόλογα.
Όπως τότε είχαμε υιοθετήσει την τολμηρή άποψη ότι το ταμείο Ανάκαμψης θα περάσει στην ιστορία ως το πρώτο, αλλά τεράστιο βήμα αμοιβαιοποίησης του χρέους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έτσι και σήμερα θα υποστηρίξουμε ότι θα ακολουθήσουν σύντομα και «άλλα» βήματα, προκειμένου να διασφαλισθεί η ευημερία στις χώρες της ΕΕ.
Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι μόνο η αρχή
Η Ευρώπη αναγνώρισε νωρίς το τελικό αποτύπωμα της πανδημίας στην οικονομική ανάπτυξη και γι’ αυτό ακριβώς δημιούργησε το Ταμείο Ανάκαμψης, προκειμένου να επιταχύνει την επιστροφή της ευρωπαϊκής οικονομίας σε αναπτυξιακούς ρυθμούς μόλις επιτευχθεί ο έλεγχος της πανδημίας.
Η ιστορία δε μέχρι σήμερα μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σε περίπτωση που «δεν καλύψει τις ανάγκες», τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εγκρίνει και άλλα πακέτα. Όπως ακριβώς ενέκρινε την διάχυση της μέγιστης επενδυτικής βαθμίδας σε όλα τα κράτη- μέλη και όπως ακριβώς περιέλαβε τα άνευ επενδυτικής βαθμίδας ελληνικά ομόλογα στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ενεργητικού (PEPP) της ΕΚΤ, με αποτέλεσμα η χώρα μας σήμερα να δανείζεται με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια που απολαμβάνουν πολύ ισχυρότερες οικονομίες.
Το γεγονός άλλωστε ότι έχουμε την εμπιστοσύνη των αγορών εξηγεί γιατί δανειζόμαστε χαμηλότερα από τις ΗΠΑ, τη στιγμή που ο λόγος Χρέος /ΑΕΠ του ελληνικού χρέους έχει ξεπεράσει το 200%, ενώ πριν λίγα χρόνια φτάσαμε στο κατώφλι της χρεοκοπίας με ποσοστό χρέους που δεν ξεπερνούσε το 130% του ΑΕΠ.
Αλήθεια, αν δεν είχαν υλοποιηθεί οι παρεμβάσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και έπρεπε να δανειστεί η Ελλάδα για να καλύψει τοκοχρεολύσια ενός χρέους άνω του 200%, οι αγορές θα μας αντιμετώπιζαν με τον ίδιο τρόπο;
Προφανώς και όχι, γιατί ακριβώς η αγορά αναγνωρίζει μεταξύ άλλων ότι το χρέος μας έχει ρυθμιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ήτοι το μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους είναι στα χέρια του Επίσημου Τομέα και όχι των ιδιωτών, όπως φαίνεται ευκρινώς και στο παρακάτω σχήμα.
Επιπλέον η μεσοσταθμική διάρκεια του χρέους (ήτοι η μέση σταθμική διάρκεια λήξης των επιμέρους υποχρεώσεων) είναι από τις υψηλότερες στην Ευρωζώνη, ενώ αντίστοιχα η ετήσια δαπάνη εξυπηρέτησής του επιβαρύνεται με ένα από τα χαμηλότερα μεσοσταθμικά επιτόκια παρά τη μεγάλη διάρκειά του.
Η δυνατότητα να δανειζόμαστε από τις αγορές με πολύ χαμηλά επιτόκια, «αντικαθιστώντας» πιο ακριβό χρέος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι έχουμε στην φαρέτρα μας μια γενναία πίστωση χρόνου τουλάχιστον έως το 2032 - όπου τα επιτόκια των δανείων του επίσημου τομέα είναι πολύ χαμηλά - θα μας βοηθήσει ν’ αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες της πανδημίας, αρκεί να αξιοποιήσουμε με διορατικότητα τις δυνατότητες που μας δίνει το Ταμείο Ανάκαμψης.
Τέλος, άλλος ένας «άσσος» της Ελλάδας είναι το γεγονός ότι τα δάνεια προς τον επίσημο τομέα έχουν σχετικά σταθερό επιτόκιο, κάτι που καθιστά την χώρα μας ιδιαίτερα ανθεκτική έναντι πιθανών μελλοντικών αναταραχών στα επιτόκια.
Περί του ιδιωτικού χρέους
Η χρηματοδότηση των Κεντρικών Τραπεζών έχει σχεδιαστεί για να βελτιώσει τη ροή δανείων προς τις επιχειρήσεις, προκειμένου να αποφευχθεί μια πιστωτική κρίση λόγω της ύφεσης που προκαλεί η πανδημία. Στην ουσία, η τρέχουσα ύφεση χρηματοδοτείται με... αύξηση χρέους.
Η αλήθεια είναι ότι η οικονομική ιστορία δεν μας είχε δώσει μέχρι σήμερα ένα παράδειγμα όπου η καταπολέμηση της ύφεσης επετεύχθη μέσω αύξησης των δανείων σε επιχειρήσεις που χάνουν κέρδη και σημαντικό κύκλο εργασιών. Αν σκεφτεί κανείς ότι κάποιες από αυτές τις επιχειρήσεις στο τέλος της ημέρας θα χρεοκοπήσουν, κάθε άλλο παρά άνετα αισθάνεται με το ρεκόρ δανεισμού των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Όμως με τα επιτόκια στο μηδέν, ποια θα μπορούσε να είναι η νομισματική απάντηση απέναντι στην τρέχουσα εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία;
Η παραδοσιακή νομισματική πολιτική της μείωσης των επίσημων επιτοκίων ήταν εκ των πραγμάτων εκτός κάδρου. Αναγκαστικά λοιπόν έπρεπε να υποστηριχθεί η ροή πιστώσεων προς την οικονομία με άλλον τρόπο.. Και κάπως έτσι φτάσαμε στο σημείο οι Κεντρικές τράπεζες ν’αγοράζουν τίτλους προκειμένου να παρέχουν άμεση χρηματοδότηση στις επιχειρήσεις και εκτοξεύοντας τη ροή των δανείων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η αύξηση των δανείων τον έναν χρόνο της πανδημίας αντιστοιχεί σχεδόν στη σωρευτική αύξηση του δανεισμού τα τελευταία 6 χρόνια, ενώ τόσο οι αμερικανικές, όσο και οι ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν εκμεταλλευτεί την όρεξη ανάληψης επενδυτικού κινδύνου εκδίδοντας εκατοντάδες δισεκατομμύρια νέου χρέους.
Το γεγονός ότι δεν υπάρχει προηγούμενο ρεκόρ εταιρικού δανεισμού κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης, όπως αυτό που βιώνουμε αυτή την περίοδο, φέρνει τους επενδυτές και γενικότερα το χρηματοπιστωτικό σύστημα μπροστά στον μονόδρομο(;) της επιλογής να στηρίξουν μια οικονομία με πολύ μεγαλύτερο χρέος, η οποία πιθανότατα θα πρέπει να λειτουργεί και με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ξέραμε μέχρι πρότινος.
Nέες ιδέες με «παλιές» ρίζες στο τραπέζι
Είναι προφανές ότι η επόμενη μέρα της πανδημίας θα χαρακτηρίζεται από μια θεαματική αύξηση τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού χρέους. Αυτό το γνωρίζουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και ήδη εκπονούν «τολμηρά» σχέδια δράσης.
Ένα από αυτά επεξεργάζεται και η ΕΚΤ. Βλέπετε, μπορεί το υπερβάλλον χρέος να μην επιτρέπεται δημοσιονομικά να διαγραφεί στην Ευρώπη, όμως δεν απαγορεύεται να έχει μια «ειδική μεταχείριση».
Μέσα από αυτό το οπτικό πρίσμα, το δημόσιο χρέος το οποίο έχει αγοραστεί από την ΕΚΤ στο πλαίσιο των προγραμμάτων APP και PEPP, θα μπορούσε να μην υπολογίζεται από τη Eurostat στο ποσοστό χρέους ως προς ΑΕΠ. Καταλαβαίνουμε όλοι τη σημασία μιας τέτοιας επιλογής όσον αφορά τους δείκτες βιωσιμότητας, όπως φυσικά καταλαβαίνουμε ότι είναι ένα κομψότατο αν και άτυπο «κούρεμα».
Για όσους θεωρούν ότι είναι απίθανη μια τέτοια επιλογή, ειδικά από τη «δυσκίνητη» όσον αφορά τέτοια θέματα Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, να αναφέρουμε ότι πολλοί αναλυτές εκτιμούν ήδη ότι τα χρέη προς την ΕΚΤ είναι σχεδόν αδύνατο να επιστραφούν στο σύνολο τους. Αναγκαστικά λοιπόν πρέπει να βρεθεί το «χρυσό» χάπι, ώστε να «επανεπενδύονται» – όπως έχει αποφασιστεί άλλωστε να γίνεται για τα κεφάλαια του APP και του PEPP– επ' άπειρον σε δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, με σχετικές ανακατανομές κατά καιρούς ανάλογα τις συνθήκες που επικρατούν στην Ευρωζώνη.
Για όσους βέβαια ασχολούνται με τις αγορές, όλα αυτά δεν είναι ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Κάθε άλλο, είναι κλασσικά προϊόντα που ακούνε στο όνομα perpetual bonds και έχουν τις ρίζες τους στο 1752, όταν εκδόθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία ως μορφή κρατικής χρηματοδότησης με στόχο τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του κρατικού χρέους.
Πρόκειται για ομόλογα χωρίς ημερομηνία λήξης γι’ αυτό και στα ελληνικά τα αποδίδουμε με τον όρο «ομόλογα στο διηνεκές». Τα perpetual bonds δεν είναι εξαγοράσιμα, αλλά πληρώνουν ένα σταθερό επιτόκιο για πάντα. Δηλαδή, το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι επειδή ακριβώς είναι στο διηνεκές, δεν υπάρχει αποπληρωμή κεφαλαίου, αλλά μόνο καταβολή τόκων. Κάτι μας λέει ότι στο μέλλον η συζήτηση γύρω από αυτό το προϊόν, θα γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη.
(σ.σ: Περαιτέρω πληροφορίες για την διάρθρωση του ελληνικού χρέους μπορείτε να δείτε εδώ)
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.