Η μόνη χώρα της ΝΑ Ευρώπης που δεν διαθέτει υπόγεια αποθήκη φυσικού αερίου είναι η Ελλάδα. Η Τουρκία διαθέτει αποθηκευτικό χώρο χωρητικότητας 0,4 δισεκατομμυρίων κυβικών, ενώ ακόμη και η Βουλγαρία που εξαρτάται αποκλειστικά από το ρωσικό αέριο, έχει υπόγεια αποθήκη χωρητικότητας 0,6 δισ κυβικών.
Η Ελλάδα αποτελεί την εξαίρεση, ούσα ιδιαίτερα ευάλωτη σε περίπτωση παρατεταμένης κρίσης μερικών εβδομάδων. Και όμως, η κατάσταση θα μπορούσε να ήταν εντελώς διαφορετική.
Μια από τις βασικές αδυναμίες του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος που ανέδειξε η παρούσα κρίση ήταν εκείνη της έλλειψης επαρκών αποθηκευτικών χώρων. Αναφερόμαστε ασφαλώς σε μόνιμους υπόγειους χώρους-δεξαμενές (underground gas storage- USG) τους οποίους χρησιμοποιούν οι εταιρείες προμηθευτές για να αποθηκεύσουν φυσικό αέριο σε εποχιακή βάση.
Δηλαδή αυτές οι δεξαμενές γεμίζουν συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες, όποτε υπάρχει μειωμένη ζήτηση και οι τιμές είναι σχετικά χαμηλές, ώστε να μπορούν να αντλήσουν ποσότητες κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες ώστε να εξασφαλίσουν επάρκεια στον εφοδιασμό της αγοράς.
Σήμερα στην Ευρώπη λειτουργούν 142 οργανωμένες αποθήκες φυσικού αερίου με συνολική αποθηκευτική ικανότητα που φθάνει τα 107,6 δισ. κυβικά μέτρα. Με δεδομένο ότι η ετήσια κατανάλωση φ.αερίου στον ευρωπαϊκό χώρο το 2021 έφθασε τα 400 δισ. κυβ. μέτρα οι λειτουργούσες σήμερα υπόγειες αποθήκες φ.αερίου καλύπτουν μόνο το 25% της κατανάλωσης και θεωρούνται μάλλον ανεπαρκείς στο να αντιμετωπίσουν μια κρίση διαρκείας μερικών μηνών στην περίπτωση που σταματήσει αίφνης η ροή Ρωσικού φ.αερίου.
Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι οι περισσότερες από τις λειτουργούσες σήμερα υπόγειες δεξαμενές,ιδίως στην περιοχή ΝΑ Ευρώπης, που διαθέτει συγκριτικά λιγότερες δεξαμενές με την βόρεια και κεντρική Ευρώπη,είναι τοπικής εμβέλειας το οποίο σημαίνει ότι δεν μπορούν να αποθηκεύσουν αέριο για λογαριασμό άλλων χωρών.
Στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης και ποιο συγκεκριμένα στη Βουλγαρία λειτουργεί υπόγεια αποθήκη αερίου στην τοποθεσίες Chiren δυναμικότητας 0,6 δισ. κυβ. μέτρων, ενώ και η Τουρκία, η οποία συγκαταλέγεται στους βασικούς προμηθευτές αερίου της χώρας μας, διαθέτει και αυτή αποθηκευτική χωρητικότητα 3,4 δισ. κυβ. μέτρα.
Η μόνη χώρα της περιοχής που δεν διαθέτει υπόγειο αποθηκευτικό χώρο είναι η Ελλάδα με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε περίπτωση μιας παρατεταμένης κρίσης μερικών εβδομάδων με μειωμένες εισροές, λχ από τη Ρωσία η την Τουρκία, μέσω της οποίας διέρχονται όλοι οι χερσαίου αγωγοί.
Και όμως, η κατάσταση από πλευράς αποθήκευσης φυσικού αερίου θα μπορούσε να είναι τελείως διαφορετική εάν οι κυβερνήσεις την περίοδο 2010-2012 είχαν αποδεχθεί την επενδυτική πρόταση της Energean, η οποία και είναι η παραχωρησιούχος εταιρεία των κοιτασμάτων του Πρίνου και της Νότιας Καβάλας ( South Kavala).
Ως γνωστό το κοίτασμα της Ν. Καβάλας περιείχε φυσικό αέριο το οποίο όμως έχει στο μεγαλύτερο μέρος του εξαντληθεί αφού επί σειρά ετών (1981-2008) τροφοδότησε τη Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων ( ΒΦΛ) με πρώτη ύλη.
Το 2010 η Energean, στο πλαίσιο του επενδυτικού προγράμματος που είναι υποχρεωμένη να υποβάλλει στο ΥΠΕΝ σε τακτά χρονικά διαστήματα, είχε προεκτείνει να μετατρέψει το εξαντληθεί κοίτασμα της Νότιας Καβάλας, με ονομαστική αποθηκευτική χωρητικότητα 1,0 δισ. κυβ.μέτρα σε μόνιμη υπόγεια δεξαμενή.
Επρόκειτο για επένδυση της τάξης των 400 εκατ. ευρώ, η οποία θα πραγματοποιείτο σε συνεργασία με εξειδικευμένες διεθνείς εταιρείες, θα δημιουργούσε περί τις 100 νέες θέσεις εργασίας και θα θωράκιζε το εθνικό σύστημα αερίου.
Ένα σύστημα με 2500 χλμ κύριων και δευτερευόντων αγωγών και μια κατανάλωση που το 2021 έφθασε τα 7,0 δισ. κυβ. μέτρα - και εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 10,0 δισ. κυβ. μέτρα μέχρι το 2024- το να μην διαθέτει έστω και μια υπόγεια μόνιμη δεξαμενή θεωρείται μάλλον επικίνδυνο για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας.
Ενώ όταν υπέβαλε το επενδυτικό της σχέδιο η Energean το 2012/2013 θα έπρεπε κανονικά να ακολουθήσει διαβούλευση με τον ΔΕΣΦΑ για τη μακρόχρονη μίσθωση μέρους της αποθηκευτικής ικανότητας του κοιτάσματος της Νότιας Καβάλας ως στρατηγικού αποθέματος για τη χώρα και τη δημιουργία κατάλληλου φορέα διαχείρισης του έργου, με βασικό μέτοχο την παραχωρησιούχο εταιρεία, δηλαδή την Energean, η όλη υπόθεση ναυάγησε με την τότε πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΚΑ να δηλώνει αναρμόδια να χειριστεί την προτεινόμενη επένδυση παραπέμποντας σ το όλο θέμα στον πλέον αναρμόδια φορέα, το ΤΑΙΠΕΔ.
Επρόκειτο για μια ενέργεια η οποία χαρακτηρίστηκε τουλάχιστον άστοχη σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο και έβαλε ταφόπλακα στην επένδυση.
Δέκα χρόνια αργότερα ο ΤΑΙΠΕΔ ακόμα προσπαθεί μέσω ενός διαγωνισμού που καρκινοβατεί να προωθήσει την υλοποίηση ενός έργου υψίστης στρατηγικής σημασίας που θα έπρεπε κανονικά να είχε προχωρήσει με διαδικασίες εξπρές καθότι σε αυτό βασίζεται κυριολεκτικά ένα μεγάλο μέρος της ενεργειακής ασφαλείας της χώρας.
Τέλος, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο υπάρχον αποθηκευτικός χώρος στο τέρμιναλ LNG της Ρεβυθούσας ( 220,000 κυβ.μέτρα) δεν μπορεί να λογιστεί ως αποθηκευτικός χώρος καθότι διέπεται από τελείως διαφορετικό νομικό πλαίσιο και συγκεκριμένους κανονισμούς που δεν επιτρέπουν τη μακροχρόνια αποθήκευση αερίου.
Άρα, έως ότου κάποια ημέρα αλλάξει η όλη διαδικασία φόρτωσης και αποθήκευσης LNG σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι λάθος να υποστηρίζεται ότι η Ρεβυθούσα μπορεί να παίξει τον ρόλο αποθήκης στρατηγικών αποθεμάτων φυσικού αερίου.
*Ο Κ. Ν. Σταμπολής είναι Σύμβουλος Στρατηγικής για την Ενέργεια και Πρόεδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ)