(Φωτ.: Η κυβέρνηση και ο κ. Τσίπρας περιμένουν με ανυπομονησία την εκταμίσευση της δόσης των 7,5 δισ. ευρώ, μόνο που αυτή δεν αρκεί για να έρθει η ανάπτυξη.)
Του Βασίλη Γεώργα
Παράταση τουλάχιστον τεσσάρων - πέντε μηνών παίρνουν τα περισσότερα από τα «καλά νέα» για τα οποία η κυβέρνηση καλλιεργούσε προσδοκίες ότι θα διαχέονταν με χειμαρρώδη ορμή στην οικονομία αμέσως μετά το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης και θα άλλαζαν το κλίμα μέσα στο καλοκαίρι.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ενώ μετά από τρία συνεχόμενα τρίμηνα ύφεσης η οικονομία ήλπιζε ότι θα είχε μια ευκαιρία να αμυνθεί στα νέα μέτρα, αντίθετα βρίσκεται μπροστά σε νέα ψυχρολουσία, με αποτέλεσμα οι όποιες προσδοκίες ανάκαμψης να μετατοπίζονται χρονικά για το Φθινόπωρο ή τον ερχόμενο χειμώνα, όταν πια θα έχει χαθεί εντελώς η δυνατότητα να «γυρίσει» φέτος η κατάσταση.
Η περαιτέρω χαλάρωση των capital controls και η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μέσα στο καλοκαίρι υπήρξαν δύο από τα βασικότερα επικοινωνιακά αντίβαρα με τα οποία η κυβέρνηση προσπάθησε τις προηγούμενες εβδομάδες να αντισταθμίσει της πολιτικές αντιδράσεις των σκληρών μέτρων που πέρασε και να καλλιεργήσει κλίμα θετικής προσμονής στην Οικονομία. Με τις τελευταίες δημόσιες δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, και την αντίστοιχη πληροφόρηση που διοχετεύεται από πηγές των δανειστών, μπαίνει τέλος στους μύθους που καλλιεργήθηκαν, καθώς γίνεται σαφές ότι αμφότερα μετατίθενται χρονικά για το Φθινόπωρο προκειμένου να συνδεθούν και αυτά με τους υπόλοιπους κρίκους της αλυσίδας της δεύτερης αξιολόγησης και των λύσεων για τη βραχυπρόθεσμη διευθέτηση του χρέους. Την ίδια περίοδο αναμένεται στην καλύτερη περίπτωση ότι θα είναι έτοιμος να πάρει μπροστά και ο πολυδιαφημισμένος νέος Αναπτυξιακός Νόμος, ο οποίος, παρότι ψηφίζεται την ερχόμενη εβδομάδα στη Βουλή, χρειάζεται τουλάχιστον 3 - 5 μήνες προετοιμασίας για να τεθεί σε ισχύ.
Δύο βαθιές τεχνητές αναπνοές, που όμως δεν φτάνουν...
Προς το παρόν η οικονομία έχει να προσδοκά σε δύο άμεσες θετικές αποφάσεις οι οποίες έπονται της ολοκλήρωσης της πρώτης αξιολόγησης:
- την εκταμίευση της μεγάλης πρώτης δόσης των 7,5 δισ. ευρώ, που αναμένεται ότι θα εγκριθεί και τυπικά στο Eurogroup της 16ης Ιουνίου με στόχο να ολοκληρωθεί πριν το βρετανικό δημοψήφισμα στις 21 Ιουνίου και
- της απόφασης της ΕΚΤ κατά τη συνεδρίαση της 22ας Ιουνίου να καταστήσει εκ νέου επιλέξιμα τα ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρα δανεισμού προς τις ελληνικές τράπεζες για πράξεις του ευρωσυστήματος.
Πρόκειται αναμφισβήτητα για βαθιές τεχνητές αναπνοές που θα βοηθήσουν να ανανήψουν από τη χρηματοδοτική ασφυξία τόσο τα αποστραγγισμένα ταμεία του κράτους και των ιδιωτών προμηθευτών του Δημοσίου, όσο και η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες θα ανακτήσουν ξανά πρόσβαση, μετά από ένα χρόνο αποκλεισμού, στα φτηνότερα δάνεια της ΕΚΤ ώστε να περιορίσουν την έκθεσή τους στον ακριβό ELA. Όμως πόρρω απέχουν από το να συνθέσουν έναν πραγματικά καθαρό «οδικό χάρτη» ενεργειών που θα ενίσχυαν ταχύτερα και επαρκέστερα την εμπιστοσύνη προς την ελληνική οικονομία και θα μπορούσαν να εξουδετερώσουν μερικώς τις υφεσιακές επιπτώσεις των μέτρων ώστε να υπάρχουν βάσιμες προσδοκίες αντιστροφής κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Τα δύσκολα είναι για μετά το καλοκαίρι
Η μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, οι επιφυλάξεις των δανειστών για τις επιπτώσεις του φορολογικού και ασφαλιστικού νομοσχεδίου και οι άγνωστες συνέπειες του βρετανικού δημοψηφίσματος για το Brexit μεταθέτουν, στην καλύτερη περίπτωση, τις επόμενες σημαντικές αποφάσεις βαθιά μέσα στο δίμηνο Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου ή και αργότερα.
Η περίοδος αυτή αναδεικνύεται εκ των πραγμάτων σε κομβικό χρονικό ορόσημο, όχι μόνο λόγω και της δεύτερης αξιολόγησης που είναι προγραμματισμένη για τότε με βασικότερο αντικείμενο την πολιτικά δύσκολη νομοθέτηση των αλλαγών στα εργασιακά και τον συνδικαλιστικό νόμο, αλλά κυρίως επειδή αναμένεται πως με αφορμή την ετήσια σύνοδο στην Ουάσιγκτον (7-9 Οκτωβρίου) θα «μιλήσει» ξανά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για το ελληνικό χρέος δρομολογώντας τον επόμενο κύκλο εξελίξεων.
Photo by IMF
Τόσο το θέμα της χαλάρωσης των capital controls όσο και αυτό της ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο QΕ της EKT αποτελούν κρίκους της ίδιας αλυσίδας που συνδέονται με τα μέτρα αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Χωρίς τη δεύτερη έκθεση βιωσιμότητας του ΔΝΤ και την απόφαση του για το αν θα συμμετάσχει ή όχι στο ελληνικό πρόγραμμα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δύσκολα θα επιχειρήσει να κάνει μόνη της το επόμενο βήμα και να ενδύσει με την «εμπιστοσύνη» της τα ελληνικά ομόλογα ώστε στη συνέχεια η τρόικα να συναινέσει σε σημαντικές αλλαγές του πλαισίου περιορισμών στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων. Τα capital controls, ακόμη και στο σκέλος που αφορά στον διαχωρισμό παλαιού και νέου χρήματος ή στη μικρή αύξηση των ποσών ανάληψης, δεν είναι εύκολο να χαλαρώσουν ουσιαστικά πριν οι τράπεζες καταφέρουν να περιορίσουν αισθητά την έκθεση στον ELA (άνω των 60 δισ. ευρώ σήμερα) προσελκύοντας παράλληλα πίσω καταθέσεις.
Οι καταθέσεις δεν πρόκειται να επιστρέψουν σε αξιόλογο βαθμό πριν οι πολίτες βεβαιωθούν ότι τα χρήματά τους δεν κινδυνεύουν. Οι ανησυχίες, με τη σειρά τους, δεν πρόκειται να παραμεριστούν πριν υπάρξει μια πειστική λύση για το χρέος που να ακυρώνει κάθε κίνδυνο χρεοκοπίας. Πειστική λύση για το χρέος με τα υπάρχοντα δεδομένα δεν πρόκειται να έρθει πριν τις γερμανικές και γαλλικές εκλογές και σε κάθε περίπτωση όχι πριν το τέλος του προγράμματος το 2018.
Η πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών πάει ακόμα πιο πίσω, όχι νωρίτερα από το 2018-2019
Με λίγα λόγια και μεταφέροντας τις εκτιμήσεις υψηλόβαθμου παράγοντα που γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο οικοδομείται ο οδικός χάρτης των capital controls, μπορεί το Φθινόπωρο ή τον χειμώνα να ενταχθούν τα ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και να περιοριστούν κάποιοι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, ωστόσο πλήρη άρση των περιορισμών δεν πρέπει να αναμένουμε πριν το 2018-2019.
Με τον ρυθμό όμως που κινούνται τα πράγματα, ακόμη και η πρόβλεψη του Ε. Τσακαλώτου ότι «μέχρι το Φθινόπωρο θα έχουμε «σημαντικές αλλαγές στα capital controls και την ποσοτική χαλάρωση» ακούγεται ιδιαίτερα φιλόδοξη.
Ειδικά από τη στιγμή που με ανοιχτό το θέμα των εργασιακών μπροστά και το σοβαρό σκέλος της συζήτησης για το χρέος να έχει μετατεθεί για το 2018, τίποτα δεν αποκλείει μια νέα «κρίση εμπιστοσύνης» και μια νέα παρατεταμένη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς μετά τους «ήσυχους» καλοκαιρινούς μήνες.