Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Τη στιγμή που η ελληνική κοινωνία χρειάζεται περισσότερο από ποτέ μια αναπτυξιακή έκρηξη που θα φέρει ξένα κεφάλαια και δραστική μείωση της ανεργίας και ταυτόχρονα θα ανοίξει το δρόμο για την επιστροφή των εκατοντάδων χιλιάδων που έφυγαν στο εξωτερικό, η οικονομία δείχνει να… παραπατάει αντί να τρέχει. Οι αισιόδοξες εκτιμήσεις για ανάπτυξη άνω του 2% διαψεύδονται και το χειρότερο είναι ότι από το 2020 και μετά προβλέπεται επιβράδυνση.
Στις προχθεσινές της προβλέψεις, η ΤτΕ έκανε λόγο για στασιμότητα με ανάπτυξη 1,9% το 2019 και 1,8% το 2020, ενώ το ΔΝΤ «βλέπει» περαιτέρω επιβράδυνση στο 1,2% το 2023.
Κατά συνέπεια το έργο της επόμενης κυβέρνησης δυσκολεύει αφού η Ελλάδα κινδυνεύει να γίνει Ιταλία, ήτοι να εγκλωβιστεί σε μακροχρόνια στασιμότητα η οποία στην ουσία θα συντηρήσει επί μακρόν την κρίση.
Η έξοδος από τα μνημόνια επιτεύχθηκε με καθυστέρηση 3,5 ετών, το ίδιο και η έξοδος στις αγορές. Οι δραματικές επιπτώσεις των καθυστερήσεων αποτυπώνονται στην αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να αναπτυχθεί με τους επιθυμητούς ρυθμούς ανάπτυξης που θα οδηγούσαν στην πραγματική έξοδο από την κρίση αλλά και στην κόπωση των πολιτών οι οποίοι είναι πνιγμένοι στα χρέη. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, ενώ η ΤτΕ υποβάθμισε την πρόβλεψη για την ανάπτυξη του 2019 στο 1,9%, έναντι 2,3% προηγουμένως, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να ρίξει ακόμη περισσότερο τον πήχη στην περίπτωση που οι φόβοι γίνουν πραγματικότητα και η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος «παγώσει» την οικονομική δραστηριότητα.
Παρά, λοιπόν, το τέλος των μνημονίων, την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και την έκδοση 10ετούς ομολόγου, η Ελλάδα σήμερα δεν είναι ελκυστική χώρα ούτε για να ζήσει, ούτε για να εργαστεί, ούτε για να επενδύσει κάποιος. Διότι μετά την κατάρρευση της τελευταίας δεκαετίας εμφανίζει σημάδια αναιμικής ανάκαμψης και όχι αναπτυξιακής έκρηξης που θα συμπαρέσυρε το επενδυτικό, επιχειρηματικό και καταναλωτικό κλίμα.
Με μία καταστροφική αλληλουχία αρνητικών εξελίξεων στο τελευταίο τρίμηνο του έτους, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 1,9% το 2018, χαμηλότερα από τον στόχο της κυβέρνησης για 2,5% και τις προβλέψεις διεθνών και εγχώριων οργανισμών. Έλληνες και ξένοι αναλυτές, τραπεζίτες, οικονομολόγοι και επιχειρηματίες συμφωνούν ότι η πραγματική οικονομία χρειάζεται τεράστιες εισροές ρευστότητας. Προφανώς και δεν μπορεί να αναπτύσσεται με ρυθμούς της τάξης του 4% ή 5% για πολλά χρόνια, αφού το παραγωγικό της μοντέλο μόνο βιώσιμο και πρωτοποριακό δεν είναι, ενώ την ίδια ώρα την «πνίγει» η θηλιά των υψηλών πλεονασμάτων.
Δεν είναι τυχαίο που ο Γιάννης Στουρνάρας αναφέρθηκε στην ανάγκη μείωσης των φόρων και των πλεονασμάτων για να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη αφού η χώρα διατηρεί τις αρνητικές πρωτιές που εμφανίζει εδώ και πολλά χρόνια. Πρώτα απ'' όλα, η Ελλάδα συνεχίζει να δανείζεται με το υψηλότερο επιτόκιο στην Ευρωζώνη (3,9%) και ταυτόχρονα διαθέτει το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (18% όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 7,8%) και με τεράστια διαφορά το υψηλότερο ποσοστό «κόκκινων» δανείων (40% έναντι .
Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) είναι η βασική πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπίσει η επόμενη κυβέρνηση, καθώς οι δύο κεντρικές λύσεις που έχουν προτείνει το ΥΠΟΙΚ και η ΤτΕ δεν πρόκειται να τεθούν στη διάθεση των τραπεζών έως τις εκλογές. Όπως, ωστόσο, επισημαίνουν ανώτερες τραπεζικές πηγές στο Liberal.gr, σε καμία περίπτωση δεν αρκεί η μεταφορά των NPEs από τους τραπεζικούς ισολογισμούς σε κεντρικά σχήματα, καθώς οι πολίτες θα συνεχίσουν να έχουν πάνω τους το βάρος των υποχρεώσεων. Το μόνο που θα αλλάξει είναι ότι οι τράπεζες θα έχουν «ξεφορτωθεί» τα προβληματικά δάνεια και θα μπορούν να ατενίσουν με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον.
Πως, όμως, θα μπορέσουν οι τράπεζες να ανακάμψουν αν δεν έχουν υγιείς επιχειρήσεις και νοικοκυριά για να δώσουν δάνεια και οι ίδιες δεν μπορούν να δανειστούν από τις αγορές; Όπως, άλλωστε, προειδοποίησε ο κ. Στουρνάρας, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας χωρίς τραπεζικό δανεισμό θα είναι ασθενέστερη, δεδομένης της υψηλής ποσοστιαίας συμμετοχής της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην εγχώρια παραγωγική δομή.
Για να μπορέσουν οι πολίτες να πληρώσουν τα δάνειά τους, είτε αυτά βρίσκονται σε εταιρείες διαχείρισης, είτε στις τράπεζες, θα πρέπει να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα και να μειωθεί το βάρος των φόρων, το οποίο είναι συνδεδεμένο με τα υψηλά πλεονάσματα. Μόνο αν το ΑΕΠ αρχίσει να μεγεθύνεται με ρυθμούς 3%, 4% ή 5% θα μειωθεί το κόστος δανεισμού και θα αποκατασταθεί η επενδυτική εμπιστοσύνη πυροδοτώντας τον «ενάρετο κύκλο στην οικονομία» για τον οποίο συνεχώς ακούμε αλλά δυστυχώς δεν βλέπουμε.