Ένα καινούριο πρόγραμμα «κουρέματος» ομολόγων δεν μπορεί στην ουσία να εφαρμοσθεί. Από την άλλη πλευρά, μικρή ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα μπορούσε να λάβει χώρα μέσω της αγοράς ελληνικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά (π.χ. από την ελληνική πλευρά, ίσως μέσω δανείου από τον μηχανισμό στήριξης), λόγω της χαμηλής τιμής (discount) με το οποίο διαπραγματεύονται. Και αυτή η λύση όμως δεν θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στη μείωση του χρέους, λόγω του πολύ μικρού όγκου ομολόγων που διαπραγματεύονται.
Οι ανωτέρω διαπιστώσεις ανήκουν στο Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, το οποίο, στην τελευταία του έκθεση και λίγες ημέρες πριν την κρίσιμη «μάχη» του Eurogroup της 9ης Μαΐου, «προσγειώνει» τις ελπίδες της κυβέρνησης που ετοιμάζεται να υπογράψει το τέταρτο «προληπτικό» μνημόνιο ύψους 3,6 δισ. ευρώ με τη «δικαιολογία», για εσωτερική πάντα κατανάλωση, ότι θα καταφέρει νίκη τρανή επί των «βαρβάρων».
Επί της ουσίας πάντως, ανεξάρτητα των διαφόρων προσεγγίσεων περί βιωσιμότητας που ακολουθούνται, εστιάζοντας στα στοιχεία του ελληνικού χρέους τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν για το τι μπορεί να γίνει, αναφορικά με μία αναδιάρθρωση ή επιμήκυνση ή συνδυασμό αυτών, είναι συγκεκριμένα.
Η αναδιάρθρωση που δεν μπορεί να γίνει...
Πρώτα απ' όλα η σύνθεση του ελληνικού χρέους καταδεικνύει ότι οποιαδήποτε περίπτωση αναδιάρθρωσης του χρέους προϋποθέτει την εφαρμογή σκληρών πολιτικών λύσεων –από όλες τις πλευρές–, με το κύριο ζητούμενο να είναι ποιος τελικά θα αναλάβει το κόστος του «κουρέματος». Βάσει του καταστατικού του, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο υποστηρίζει σθεναρά την αναγκαιότητα ενός «κουρέματος», έχει προτεραιότητα στην αποπληρωμή. Επομένως, το βάρος θα πρέπει να πέσει στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, δηλαδή κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις στους Ευρωπαίους φορολογούμενους.
Μια τέτοια λύση όμως προϋποθέτει ότι θα συμφωνήσουν τα κράτη-μέλη, κάτι που δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο, αφού κάποιες από τις χώρες αυτές εφαρμόζουν ήδη σκληρά προγράμματα λιτότητας και δεν επιθυμούν – προφανώς για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους– να συμφωνήσουν σε ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Χαρακτηριστικά, η Σλοβακία είχε αρνηθεί να συμμετάσχει στο 1ο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας μέσω διμερών δανείων. Στο ίδιο πλαίσιο, ο πρωθυπουργός της Φινλανδίας έχει δηλώσει την αντίθεσή του σε πρόγραμμα αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, ενώ και άλλες χώρες της Ευρωζώνης κινούνται στο ίδιο πλαίσιο. Επίσης, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν θέλουν σε καμιά περίπτωση να περάσει το μήνυμα ότι μια αναδιάρθρωση του χρέους προσφέρεται ως λύση, μιας και αυτό πιθανώς να λειτουργήσει ως «κίνητρο χαλάρωσης» της δημοσιονομικής πολιτικής από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Με τα δεδομένα αυτά, μια σημαντική πολιτική πτυχή του θέματος είναι ότι ένας μηχανισμός αναδιάρθρωσης του χρέους της Ελλάδας μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για την Ιταλία και όσους ακολουθούν, οδηγώντας σε αμοιβαιοποίηση του χρέους πολύ πιο σύντομα από το πολιτικά αποδεκτό, το οποίο προϋποθέτει τη συγκρότηση άλλων μηχανισμών οικονομικής διακυβέρνησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
...και η μείωση επιτοκίων με επέκταση χάριτος που μπορούν
Στο πλαίσιο αυτό, η πιο ενδεδειγμένη λύση, σύμφωνα και με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους της Βουλής (ΓΠΚΒ), είναι η μείωση των επιτοκίων δανεισμού σε συνδυασμό με την επέκταση της περιόδου χάριτος κατά 10 χρόνια.
Με τις κινήσεις αυτές υπολογίζεται ότι το κέρδος στην καθαρή παρούσα αξία του ελληνικού χρέους θα ανέλθει στο 17% του ΑΕΠ 2015.
Υπενθυμίζεται ότι σε απόλυτα μεγέθη, την 31/12/2015 το ελληνικό χρέος ανερχόταν σε 321 δισ. ευρώ, ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία, το 23,2% του χρέους (74,6 δισ.) είναι σε ομόλογα και σε βραχυπρόθεσμους τίτλους, ενώ το υπόλοιπο (76,7% ή 246,633 δισ.) σε δάνεια (διακρατικά ή από τον μηχανισμό στήριξης). Από το σύνολο του χρέους, το 23,2% είναι διαπραγματεύσιμο, ενώ το 69,1% είναι κυμαινόμενου επιτοκίου.
Προ των πυλών τα πρόσθετα μέτρα 3,6 δισ.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι αναφορικά με την εξυπηρέτηση του χρέους σημαντικό ρόλο έχουν τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Ο «μύθος» αυτός καταρρίπτεται όμως από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, γεγονός που σημαίνει ότι οι επιδιώξεις της κυβέρνησης να αποφύγει τη λήψη του πρόσθετου πακέτου μέτρων των 3,6 δισ. ευρώ είναι στον «αέρα».
Στο μνημόνιο του Αυγούστου 2015, προβλέπεται ότι θα επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα για τα επόμενα χρόνια (-0,25%, 0,50%, 1,75% και 3,5% το 2015, 2016, 2017 και το 2018, αντίστοιχα). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην προηγούμενη συμφωνία προβλέπονταν πιο φιλόδοξοι στόχοι (πλεόνασμα 3% για το 2015, 4,5% για το 2016 και το 2017 και 4,2% για το 2018). Πόσο όμως εφικτή είναι και η επίτευξη των πλεονασμάτων αυτών;
Τα τελευταία δημοσιονομικά στοιχεία δείχνουν ότι τους πρώτους μήνες του 2016 υπάρχει πλεόνασμα περίπου 3 δισ. ευρώ (έναντι στόχου 1 δισ.), που έχει επιτευχθεί κυρίως λόγω της περικοπής πληρωμών του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, της στάσης πληρωμών του Δημοσίου, αλλά και από την αύξηση των εσόδων του Δημοσίου.
Όπως έχει αναδείξει και στο παρελθόν το ΓΠΚΒ, η επίτευξη και διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για σειρά ετών είναι εξαιρετικά δύσκολη και σπάνια, γι'' αυτό και η ιδέα για επίτευξη (και διατήρηση) υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως «ιδιαίτερα επικίνδυνη».