Θα δανείζατε ποτέ τα χρήματά σας στο ελληνικό Δημόσιο για 25 χρόνια, εξασφαλίζοντας επιτόκιο χαμηλότερο από 1%; Αν κρίνετε από τα όσα συνέβησαν το 2010, το 2012 και το 2015, τότε μάλλον η απάντηση θα πρέπει να είναι «προφανώς όχι». Αν όμως κρίνετε με βάση τα σημερινά δεδομένα, όπου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα «σκουπίζει» από την αγορά όλα τα ελληνικά ομόλογα, η υπόθεση εργασίας αλλάζει.
Κατά τη διάρκεια της Δευτέρας 26/7 η απόδοση του 25ετούς ελληνικού ομολόγου υποχώρησε στο 0,98%, καθώς η ΕΚΤ ανεβάζει ταχύτητα στο έκτακτο QE Πανδημίας (PEPP) και φροντίζει έτσι ώστε να παραμείνουν ευνοϊκές οι συνθήκες χρηματοδότησης για τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Είναι η πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία που με βάση τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, όπως αυτές διαμορφώνονται στη δευτερογενή αγορά, όλα τα ελληνικά ομόλογα και έντοκα γραμμάτια, ανεξαρτήτως διάρκειας, από 1 μήνα έως 25 χρόνια, φέρουν επιτόκιο χαμηλότερο του 1%.
Την ίδια ώρα, το κόστος δανεισμού της Ιταλίας ξεπερνάει το 1% από τα 15 χρόνια και πάνω, υποδεικνύοντας ότι στην παρούσα συγκυρία οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας μοιάζουν καλύτερες από της ιταλικής στα μάτια των επενδυτών.
Στο βασικό σενάριο που θέλει την πανδημία να υποχωρεί μέσα στον επόμενο χρόνο και τις οικονομίες να ανακάμπτουν, η ΕΚΤ θα αρχίσει προς το τέλος του έτους να μειώνει τις «ενέσεις» που κρατούν χαμηλά το κόστος δανεισμού και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης θα κινηθούν ανοδικά. Το πόσο ανοδικά θα εξαρτηθεί από τις συνθήκες που θα επικρατούν και αν η πανδημία μας έμαθε ένα πράγμα αυτό είναι ότι δεν πρέπει να κάνουμε «σίγουρες» προβλέψεις στο εξής.
Πάντως, οι αναλυτές που παρακολουθούν τις εξελίξεις και ειδικεύονται στην αγορά ομολόγων πιστεύουν ότι ακόμη και αν τα γερμανικά 10ετή ομόλογα επιστρέψουν σε θετικό έδαφος μέσα στην επόμενη διετία, το spread των ομολόγων της περιφέρειας θα παραμείνει σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Αυτή τη στιγμή το spread των ελληνικών 10ετών έναντι των αντίστοιχων γερμανικών διαμορφώνονται πέριξ των 100 μονάδων βάσης και με δεδομένο ότι το PEPP λήγει τον ερχόμενο Μάρτιο δύσκολα θα υποχωρήσει έως τις 70 μ.β. που προέβλεπαν πριν σχεδόν ένα εξάμηνο οίκοι όπως η Capital Economics και η Citi.
Σε έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα την περασμένη Παρασκευή η Capital Economics προβλέπει ότι τόσο το ελληνικό spread όσο και το ιταλικό (έναντι των γερμανικών τίτλων) θα διατηρηθεί κοντά στις 100 μ.β. έως το τέλος του 2023. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη βασίζεται στην εκτίμηση ότι η ΕΚΤ μετά τον Μάρτιο του 2022 που θα ολοκληρωθεί το PEPP, θα συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα της περιφέρειας μέσω του «κανονικού» QE, στο οποίο θα συμπεριληφθεί και η Ελλάδα.
Επειδή όμως οι αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων αναμένεται να ενισχυθούν μέσα στα επόμενα χρόνια έστω λίγο πάνω από το 0%, η Ελλάδα έχει μπροστά της μία μοναδική ευκαιρία να πείσει τους επενδυτές ότι βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία, παρά το πολύ υψηλότερο δημόσιο χρέος. Αν το καταφέρει αυτό τότε μπορεί να δούμε το spread να υποχωρεί ακόμη και στις 65 μ.β. που θα συνεπάγεται κάτι πραγματικά αδιανόητο πριν από λίγα χρόνια: ότι η Ελλάδα θα δανείζεται με 0,65% υψηλότερο επιτόκιο από τη Γερμανία.
Για να φτάσουμε όμως σε αυτό το σημείο, αναλυτές τονίζουν πως η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει στην εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης χωρίς «εκπτώσεις», που σημαίνει ότι θα υλοποιηθούν όλα τα επενδυτικά έργα αλλά και οι μεταρρυθμίσεις. Οι ίδιοι εκτιμούν ότι μέσα στην τρέχουσα δεκαετία δύσκολα θα δούμε να ενισχύεται η διάθεση για επενδύσεις υψηλού ρίσκου και η Ελλάδα καλείται να αποδείξει ότι είναι αγορά χαμηλού ρίσκου. Σε αυτό θα συμβάλλει και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας στην επενδυτική βαθμίδα μέσα στο 2022.