Όσοι αντιμετώπιζαν προβλήματα βιωσιμότητας και πριν την πανδημία θα είναι οι πρώτοι που θα δουν να… κόβεται η κρατική στήριξη μέσα στους επόμενους μήνες, με τον ακριβή χρόνο «αποσύνδεσης» να εξαρτάται πλήρως από την πορεία της πανδημίας και το άνοιγμα της οικονομίας. Αυτή είναι η γραμμή που προσπαθεί να περάσει η Κομισιόν στις χώρες-μέλη, καθώς όσο πιο κοντά φτάνουμε στο τέλος της πανδημίας, τόσο πλησιάζει και η ώρα του δημοσιονομικού «λογαριασμού».
Η νέα γενιά στοχευμένων μέτρων θα τεθεί σε ισχύ μόλις ανοίξει ξανά η οικονομία και παγιωθεί η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Αν και είναι επισφαλές να γίνουν προβλέψεις για τον χρονικό ορίζοντα εφαρμογής του νέου πλαισίου, παράγοντες της αγοράς τοποθετούν την αλλαγή το αργότερο έως τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.
Η δομή των μέτρων θα διαφέρει από χώρα σε χώρα όμως η κεντρική ιδέα θα είναι η ίδια. Να ξεφύγουμε σταδιακά από τις πολιτικές επιδομάτων και κρατικών εγγυήσεων γιατί αλλιώς μετά την πανδημία θα έχουμε μία «οικονομία-ζόμπι». Ακόμα και η Γερμανία που διαθέτει το μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα στον κόσμο δεν θα διασώσει όλες τις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα, παρά το γεγονός ότι εκτιμάται πως κινδυνεύει 1 στις 4 μικρομεσαίες. Σαφέστατα το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ιταλία, όπου δεν υπάρχουν μεγάλα δημοσιονομικά περιθώρια ενώ οι οικονομίες ήταν ήδη εξουθενωμένες.
Τα μέτρα στήριξης δεν θα διακοπούν πρόωρα για να αποφευχθεί ένα ντόμινο λουκέτων. Θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται για όσο χρειαστεί, όμως όχι για όλους. «Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να προσφέρει στήριξη σε όσους έχουν μεγαλύτερη ανάγκη», είπε πριν λίγες ημέρες η Κριστίν Λαγκάρντ. Να προστατέψει τους εργαζόμενους και τα νοικοκυριά αλλά να σώσει μόνο τις επιχειρήσεις που θεωρούνται βιώσιμες και έχουν πληγεί στο μεγαλύτερο βαθμό από την πανδημία, εξηγεί η ίδια. Πρόκειται για μία πολύ δύσκολη εξίσωση, αφού εκ των πραγμάτων θα αυξηθεί η ανεργία και θα πρέπει γρήγορα να βρεθούν νέες θέσεις εργασίας.
Στο ίδιο μήκος κύματος με την Λαγκάρντ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία από το περασμένο καλοκαίρι συμβούλευε τα κράτη-μέλη να διατηρήσουν για όσο χρειαστεί τα μέτρα στήριξης της οικονομίας, τονίζοντας ωστόσο την ανάγκη να γίνουν τα μέτρα αυτά πιο στοχευμένα. Στις Βρυξέλλες υπολόγιζαν χωρίς τον ξενοδόχο, όπου ξενοδόχος η πανδημία και το νέο κύμα που οδήγησε στους περιορισμούς του Νοεμβρίου, οι οποίοι ισχύουν έως σήμερα. Τόσο οι κυβερνήσεις, όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να προσφέρουν ένα δίχτυ ασφαλείας για όλους όσους πλήττονται από την πανδημία.
Μέσα στους επόμενους όμως τα πράγματα θα αλλάξουν. Αν δεν υπάρξει κάποια πολύ αρνητική εξέλιξη σε ό,τι αφορά τις μεταλλάξεις του κορονοϊού και τη διαδικασία εμβολιασμού του πληθυσμού, οι οικονομίες της Ευρωζώνης βλέπουν το φως στο βάθος του τούνελ να πλησιάζει. Αρχίζουν λοιπόν να προετοιμάζονται για την επόμενη ημέρα, καθώς αργά ή γρήγορα – ακόμα και αν αλλάξουν οι δημοσιονομικοί κανόνες – θα αναγκαστούν να περιορίσουν σε σημαντικό βαθμό τα ελλείμματα. Σε αυτό το πλαίσιο παρατηρείται τελευταία μία στροφή στη ρητορική των αρμόδιων αρχών.
Η νέα γενιά μέτρων στήριξης της οικονομίας δεν θα έχει χρονικό περιορισμό, που σημαίνει ότι τα εφαρμοστούν για όσο χρειαστεί. Θα συνοδεύεται ωστόσο από πολύ πιο αυστηρά κριτήρια. Η βασική διαφοροποίηση σε σύγκριση με σήμερα θα είναι η εξής: όσες επιχειρήσεις αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας και πριν ξεσπάσει η πανδημία θα σταματήσουν να δέχονται στήριξη καθώς στόχος είναι ο περιορισμένος δημοσιονομικός χώρος να διατεθεί για όσους η πανδημία άλλαξε δραματικά και καθοριστικά την κατάστασή τους.
Δεν είναι τυχαία η ευθεία αναφορά του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ESRB) σε μελέτη που δημοσιεύθηκε την προηγούμενη εβδομάδα. Η έκταση που θα λάβουν τα επιχειρηματικά λουκέτα, σημειώνει το ESRB, θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη της πανδημίας και τον τρόπο εφαρμογής των μέτρων στήριξης. Και εξηγεί: «Η απόσυρση της δημοσιονομικής στήριξης πολύ γρήγορα μπορεί να μεγεθύνει τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και να θέσει σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Στον αντίποδα, η διατήρηση των μέτρων για πολύ καιρό θα αυξήσει τις πιέσεις στους κρατικούς προϋπολογισμούς».
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα δηλαδή. Η διαχείριση της κατάστασης αυτής απαιτεί πρόσβαση σε έγκαιρα και αξιόπιστα στοιχεία για την κατάσταση της οικονομίας και τις επιπτώσεις των μέτρων στήριξης, καταλήγει το ESRB. Το Συμβούλιο παρακολουθεί επίσης τα μορατόρια που εφαρμόζουν οι τράπεζες, τις κρατικές εγγυήσεις που δίνονται για προγράμματα τύπου «Γέφυρα» καθώς και τα δημοσιονομικά μέτρα που επηρεάζουν την πιστοληπτική ικανότητα δανειστών, δανειζόμενων και επενδυτών, όπως τα επιδόματα και οι ελαφρύνσεις.