Του Γιώργου Φιντικάκη
Σαν έναν άρρωστο που παρά τα πολλά γιατροσόφια, πασχίζει να σηκωθεί από το κρεβάτι, αλλά ακόμη δεν στέκεται γερά στα πόδια του, βλέπουν την Ελλάδα οι διεθνείς επενδυτές στους οποίους εκείνη θα στραφεί μετά τον Αύγουστο για την αναχρηματοδότηση του χρέους της.
Βλέπουν δηλαδή μια μεικτή εικόνα, μιας οικονομίας που από τη μια βγαίνει από τη Μεγάλη Ύφεση, έχοντας κάνει τεράστια προσαρμογή, και από την άλλη παραμένει μη ανταγωνιστική, με χαμηλές επιδόσεις στο επιχειρηματικό κλίμα, και που αδυνατεί να τιθασεύσει το brain drain και την ανεργία των νέων.
Βλέπουν μια οικονομία που “φωνάζει” ότι προσφέρει επενδυτικές ευκαιρίες, δηλαδή με πολλά υποτιμημένα περιουσιακά στοιχεία, και υπερπροσφορά φθηνού καταρτισμένου δυναμικού, και από την άλλη μια χώρα με υψηλούς δείκτες γραφειοκρατίας και διαφθοράς, φόρους Σουηδίας, πολύ γραφειοκρατία και αργή απονομή δικαιοσύνης.
Ένα ποτήρι δηλαδή μισοάδειο ή μισογέματο, ανάλογα με το ρίσκο που θέλει να πάρει κάποιος, σε καμία όμως περίπτωση γεμάτο. Το αν θα επικρατήσουν οι θετικές ή αρνητικές αναγνώσεις της ελληνικής οικονομίας, θα εξαρτηθεί από τη ρητορική και πρακτική της κυβέρνησης. Η δέσμευση στις μεταρρυθμίσεις θα αξιολογείται διαρκώς, και θα κρίνει αν η οικονομία μπορεί να χρηματοδοτείται φθηνότερα, και το θετικό πρόσωπο, θα υπερισχύσει του αρνητικού.
Τα χθεσινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο του έτους, επιβεβαιώνουν κατά τον καλύτερο τρόπο αυτή τη μεικτή εικόνα. Από τη μια το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,3% το πρώτο τρίμηνο του 2018 έναντι του αντίστοιχου διαστήματος πέρυσι, όμως από την άλλη, η αύξηση προήλθε μόνο από τις εξαγωγές. Οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 10,4% το πρώτο τρίμηνο του έτους σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρυσι, ενώ κατακρημνίστηκαν κατά 28,1% έναντι του τελευταίου τριμήνου του 2017, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο του έτους. Και η ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε καθηλωμένη, σημειώνοντας πτώση 0,3%, έναντι της ίδιας περιόδου του 2017.
Το ερώτημα επομένως είναι για ποια ανάπτυξη μιλάμε: Για μια ανάπτυξη βιώσιμη και με δυναμική, επειδή στηρίζεται σε συνεχή προσέλκυση ελληνικών και ξένων επενδύσεων ή για μια ανάπτυξη που βασίζεται μόνο στον τουρισμό και τις εξαγωγές, δηλαδή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το διεθνές περιβάλλον, και κυρίως αυτό της Ευρωζώνης. Είναι αυτονόητη η απάντηση ότι αν αυτό επιδεινωθεί, λόγω Ιταλίας, εμπορικού πολέμου Τραμπ ή κάποιας άλλης αιτίας, η επίπτωση στο ελληνικό ΑΕΠ θα είναι άμεση.
Και για όσους απορούν για το πώς μπορεί να προκύπτει ανάπτυξη μόνο από τις εξαγωγές - που εν πάσει περιπτώσει μπορεί να αυξάνονται, αλλά όχι και με τόσο τρελούς ρυθμούς- όταν οι επενδύσεις και η κατανάλωση υποχωρούν, σε αυτούς απαντά η στατιστική. Το μυστικό κρύβεται στο παρελθόν. Δηλαδή στα μεγέθη του τρίμηνου Ιανουαρίου - Μαρτίου 2017, από τα οποία εκκινεί η σύγκριση των νέων στοιχείων. Το πρώτο τρίμηνο του 2017 ήταν το τρίμηνο της διαπραγμάτευσης για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, κατά το οποίο οι κυβερνητικές παλινωδίες είχαν εκτινάξει την αβεβαιότητα και είχαν παγώσει την οικονομική δραστηριότητα. Είναι μάλιστα το τρίμηνο που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χαρακτήρισε «καταστροφικό», διότι κράτησε χαμηλά τα επίπεδα ανάπτυξης το 2017.
Δεδομένου επομένως ότι η σύγκριση έγινε με ένα «κακό» τρίμηνο, το φετινό εμφανίστηκε βελτιωμένο. Χάρη σε μια αύξηση του όγκου του ΑΕΠ κατά 1 δισ. ευρώ σε δωδεκάμηνη βάση, η οικονομία εμφανίσθηκε να τρέχει με ρυθμό 2,3%.