Γ. Στουρνάρας: Τα «ατού» και οι προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας
Eurokinissi
Eurokinissi

Γ. Στουρνάρας: Τα «ατού» και οι προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας

Με μηδενικό πρωτογενές έλλειμμα κλείνει το 2022, ενώ για το 2023 η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει τώρα ανάπτυξη με ρυθμό 2,2% ανόδου του ΑΕΠ, όπως είπε στην ομιλία του παρουσιάζοντας την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος ο διοικητής Γιάννης Στουρνάρας. Το 2022 εκτιμάται ότι έκλεισε με ανάπτυξη 5,9% υψηλότερα της αναμενόμενης και σε σχέση με τις οικονομίες της Ευρωζώνης. 

Ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα αποκλιμακωθεί στο 4,4% φέτος, ενώ η οικονομία θα παρουσιάσει πρωτογενές πλεόνασμα 0,7%. Μάλιστα η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η διάρθρωση του προϋπολογισμού είναι τέτοια που η ελληνική οικονομία μπορεί να παράγει πλεονάσματα, χωρίς να χρειαστεί να καταφεύγει σε έκτακτα μέτρα. 

Μεγαλύτεροι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι είναι οι γεωπολιτικές εξελίξεις, ο υψηλός πληθωρισμός (ειδικότερα μάλιστα που σχετίζεται και με τους γεωπολιτικούς κινδύνους), μία παρατεταμένη εκλογική περίοδος και η πιθανότητα εμφάνισης μιάς νέας γενιάς κόκκινων δανείων λόγω της αυξήσεως των επιτοκίων. 

Για τις τράπεζες ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, αναφέρει τη βελτίωση των ισολογισμών τους και την ενίσχυση των κεφαλαίων τους, όπως και τους δείκτες ρευστότητας που ξεπερνούν τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς. Αναφέρει βεβαίως και τη μείωση των κόκκινων δανείων όπως και την ανησυχίας για δημιουργία νέων «κόκκινων δανείων» λόγω της αύξησης των επιτοκίων και της επιβράδυνσης των αναπτυξιακών ρυθμών.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις από την έκθεση του διοικητή της ΤτΕ:

  • Η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 2,2% το 2023, πολύ πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης, αλλά σαφώς χαμηλότερο έναντι του 2022. 
  • Η κατανάλωση και ιδιαίτερα οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη, ενώ ο τομέας του τουρισμού παρουσιάζει και φέτος θετικές προοπτικές, παρά τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα. 
  • Ο γενικός πληθωρισμός, αν και θα παραμείνει σε σχετικά υψηλά επίπεδα, αναμένεται να αποκλιμακωθεί σημαντικά το 2023 στο 4,4%, αντανακλώντας την αναμενόμενη κάμψη των τιμών της ενέργειας, καθώς και την αρνητική επίδραση της βάσης σύγκρισης.
  • Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να μειωθεί τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ, αν και θα παραμείνει σε υψηλό επίπεδο. 
  • Το 2023 ο προϋπολογισμός της γενικής κυβέρνησης θα επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0,7% του ΑΕΠ, ύστερα από τρία συνεχόμενα έτη ελλειμμάτων. Σημειώνεται επίσης ότι θα υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα ακόμη και σε διαρθρωτικούς όρους, αφαιρώντας δηλαδή τις επιδράσεις του οικονομικού κύκλου και των έκτακτων μέτρων. 
  • Αυτό σημαίνει ότι η διάρθρωση του προϋπολογισμού είναι τέτοια ώστε να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς την ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων, γεγονός που είναι απόρροια της διαρθρωτικής δημοσιονομικής προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων των προηγούμενων ετών. 
  • Η ικανότητα της χώρας να παράγει μόνιμα διαρθρωτικά πρωτογενή πλεονάσματα αποτελεί σημαντικό στοιχείο αξιοπιστίας της δημοσιονομικής πολιτικής και, σε συνδυασμό με τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του δημόσιου χρέους, καθιστά τη δυναμική του λόγου χρέους προς ΑΕΠ ιδιαίτερα ανθεκτική σε αρνητικές διαταραχές μεσοπρόθεσμα, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Πηγές κινδύνου και αβεβαιότητας σύμφωνα με την ΤτΕ

Το δυσμενές διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον επηρεάζει αρνητικά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας το 2023, γι’ αυτό και απαιτείται η συνέχιση αξιόπιστων πολιτικών. 

Αναλυτικότερα, κίνδυνοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτελούν: 

  • η επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος λόγω δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων, 
  •  ο υψηλότερος και πιο επίμονος πληθωρισμός, 
  • μια ενδεχόμενη παρατεταμένη εκλογική περίοδος, που θα επέτεινε την πολιτική αβεβαιότητα, 
  •  ο χαμηλότερος του αναμενομένου ρυθμός απορρόφησης των κονδυλίων του NGEU, 
  •  η διακοπή της υλοποίησης μεταρρυθμίσεων ή η αντιστροφή παλαιότερων μεταρρυθμιστικών αλλαγών, με αρνητικές επιπτώσεις στην ενίσχυση της παραγωγικότητας της οικονομίας και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, 
  • η εμφάνιση μιας νέας γενιάς ΜΕΔ, λόγω της αύξησης των επιτοκίων και των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης, μετά τη σταδιακή κατάργηση των μέτρων κρατικής στήριξης.

Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά την πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα το 2023. 

Η αύξηση του κόστους των πιστώσεων θα περιορίσει την ικανότητα αποπληρωμής εκ μέρους των δανειοληπτών του ιδιωτικού τομέα με δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, ιδιαίτερα των νοικοκυριών, το πραγματικό εισόδημα των οποίων έχει ήδη συμπιεστεί από τον πληθωρισμό. Παράλληλα, η επικείμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας το 2023 θα αυξήσει τον πιστωτικό κίνδυνο των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, λόγω της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης.

Προτάσεις πολιτικής

Η αυστηροποίηση της κατεύθυνσης νομισματικής πολιτικής είναι απαραίτητη προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για μείωση του πληθωρισμού στο 2% μεσοπρόθεσμα. Η αύξηση των βασικών επιτοκίων και η διατήρησή τους πάνω από τα ουδέτερα επίπεδά τους θα αποτρέψει τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης των πληθωριστικών προσδοκιών και τις δευτερογενείς επιδράσεις από ενδεχόμενο συνδυασμό αυξήσεων τιμών-μισθών. 

Ωστόσο, η συγκριτικά μεγαλύτερη συμβολή παραγόντων της συνολικής προσφοράς στην πρόσφατη άνοδο του πληθωρισμού, ιδίως στην ευρωζώνη, απαιτεί τη λήψη και άλλων μέτρων (πέραν δηλαδή της νομισματικής πολιτικής), όπως αυτών που σχετίζονται με την ενεργειακή πολιτική, την ελαχιστοποίηση των περιορισμών στην αγορά εργασίας και την παραγωγή πρώτων υλών.

Η τρέχουσα οικονομική συγκυρία απαιτεί συμπληρωματικότητα μεταξύ της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής. Η διασφάλιση της περιοριστικής κατεύθυνσης της δημοσιονομικής πολιτικής κατά τη διάρκεια της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής απαιτεί δημοσιονομική σύνεση και πειθαρχία. 

Υπό τις παρούσες συνθήκες, οποιαδήποτε μέτρα στήριξης θα πρέπει να χρηματοδοτούνται από την αξιοποίηση του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου και να είναι: 

  • προσωρινά, 
  •  στοχευμένα και 
  • προσαρμοσμένα στην ανάγκη αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης και στην παροχή κινήτρων για μείωση της κατανάλωσης ενέργειας.

Ο στόχος της επενδυτικής βαθμίδας

Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία αποτελεί πολύ σημαντικό στόχο για την οικονομική πολιτική το επόμενο διάστημα. Προς αυτή την κατεύθυνση, καταλυτικό παράγοντα αποτελεί η διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας, με την επίτευξη διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων μεσοπρόθεσμα της τάξεως του 2% του ΑΕΠ.

Η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα οδηγούσε σε πολύ μεγάλη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, προσελκύοντας νέα επενδυτικά κεφάλαια υψηλής ποιότητας, με αποτέλεσμα τη συγκράτηση των ανοδικών επιδράσεων που ασκεί στις αποδόσεις τους η αυστηροποίηση των διεθνών νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών. 

Επίσης, θα ασκούσε θετική επίδραση και στις ελληνικές επιχειρήσεις και τις τράπεζες μέσω της μείωσης του κόστους δανεισμού τους και της προσέλκυσης νέων κεφαλαίων.

Παραγωγικές επενδύσεις

Οι παραγωγικές επενδύσεις και η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας, τη συνολική παραγωγικότητα και το δυνητικό προϊόν. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη δυναμική υλοποίηση των δράσεων που προβλέπονται στο σχέδιο “Ελλάδα 2.0”, οι οποίες θέτουν την οικονομία σε στέρεη τροχιά ισχυρής ανάπτυξης. 

Η αύξηση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και η επιτάχυνση διαρθρωτικών αλλαγών με στόχο τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την πράσινη μετάβαση και την αύξηση της απασχόλησης, θα θωρακίσουν την οικονομία έναντι μελλοντικών κρίσεων και θα εδραιώσουν διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς.

Τράπεζες, καταθέσεις και μείωση «κόκκινων δανείων»

Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, η επίτευξη διατηρήσιμης κερδοφορίας είναι σημαντική τόσο για τη διαφύλαξη της ευρωστίας του και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας όσο και για την παροχή από τις τράπεζες των αναγκαίων πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία.

Παράλληλα, απαιτείται εντατικότερη προσπάθεια περαιτέρω μείωσης των ΜΕΔ, όταν μάλιστα δεν έχει ακόμη καταγραφεί η πλήρης επίδραση της ενεργειακής κρίσης, του πληθωρισμού και της αύξησης των επιτοκίων στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.

Η τραπεζική χρηματοδότηση προς τον ιδιωτικό τομέα κατέγραψε αξιοσημείωτη επιτάχυνση το 2022, παραμένοντας σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Μάλιστα, η μέση μηνιαία καθαρή ροή πιστώσεων σχεδόν τριπλασιάστηκε σε ετήσια βάση. 

Η άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας και η αύξηση του πληθωρισμού, η οποία διόγκωσε τις ανάγκες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων λόγω του αυξημένου κόστους των πρώτων υλών και της ενέργειας, τροφοδότησαν τη ζήτηση τραπεζικών δανείων. Στην πλευρά της προσφοράς, θετικά επέδρασαν η παροχή ρευστότητας από το Ευρωσύστημα, η συνεχιζόμενη αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων, καθώς και η σημαντική μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).

Οι καταθέσεις εξακολούθησαν να ενισχύονται το 2022, αν και ο ετήσιος ρυθμός ανόδου τους επιβραδύνθηκε. 

Οι ιδιωτικές τραπεζικές καταθέσεις σημείωσαν σωρευτική αύξηση κατά 8,6 δισεκ. ευρώ το 2022, που αντιστοιχεί περίπου στο 1/2 της ροής του 2021. Η αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών συνδέεται κυρίως με την άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος (σε ονομαστικούς όρους), το οποίο ενισχύθηκε από την αύξηση της απασχόλησης και τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης. Η αύξηση των επιχειρηματικών καταθέσεων οφείλεται στην αισθητή ανάκαμψη του κύκλου εργασιών και των τουριστικών εισπράξεων. 

Η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ επηρέασε σταδιακά τα εγχώρια τραπεζικά επιτόκια. Το κόστος τραπεζικού δανεισμού αυξήθηκε το 2022 για όλα τα είδη πιστώσεων, τόσο προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) (+50 μ.β.) όσο και προς τα νοικοκυριά (καταναλωτικά δάνεια: +50 μ.β., στεγαστικά δάνεια: +36 μ.β.). Από την άλλη πλευρά, τα επιτόκια καταθέσεων παρέμειναν το 2022 σε πολύ χαμηλά επίπεδα, λόγω της μικρότερης και με χρονική υστέρηση ενσωμάτωσης των αυξήσεων των επιτοκίων αγοράς στα καταθετικά προϊόντα.

Τα τελευταία χρόνια έχει πραγματοποιηθεί εκτεταμένη αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα, γεγονός που καθιστά τις τράπεζες λιγότερο ευάλωτες σε αναταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε σχέση με το παρελθόν: 

Οι τράπεζες έχουν εξυγιάνει σε μεγάλο βαθμό τους ισολογισμούς τους, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα των ΜΕΔ με τη χρήση κυρίως του προγράμματος “Ηρακλής” και των αντίστοιχων κρατικών εγγυήσεων. Εντούτοις, ο δείκτης ΜΕΔ συνεχίζει να είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη, ενώ ο κύριος όγκος των ΜΕΔ, που μετακινήθηκε από τους ισολογισμούς των τραπεζών μέσω κυρίως της διαδικασίας τιτλοποιήσεων δανείων, εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα προς αντιμετώπιση για τις οφειλέτριες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. 

Η βελτίωση της ποιότητας του ισολογισμού και η σημαντική μείωση των προβλέψεων, καθώς και η αύξηση των επιτοκίων, ευνόησαν την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών. Η επιστροφή των τραπεζών σε κερδοφορία το 2022 είναι αξιοσημείωτη εξέλιξη, διότι μεταξύ άλλων δημιουργεί τις προϋποθέσεις για (α) περαιτέρω ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης, (β) αύξηση της δυνατότητάς τους να χρηματοδοτήσουν υγιή επιχειρηματικά σχέδια και (γ) βελτίωση της ποιότητας των κεφαλαίων τους μέσω της μείωσης της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα ίδια κεφάλαιά τους. 

Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας διατηρούνται σε ικανοποιητικό επίπεδο, άνω του ελάχιστου εποπτικού ορίου. Η υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια αντανακλά την ανθεκτικότητα μιας τράπεζας έναντι μιας διαταραχής που θα έπληττε τον ισολογισμό της, ώστε να είναι σε θέση να απορροφήσει τυχόν ζημίες. 

Παράλληλα, οι συνθήκες ρευστότητας έχουν βελτιωθεί με την αύξηση των καταθέσεων και τη σταθερή πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παρουσιάζει ιδιαίτερα υψηλούς δείκτες ρευστότητας όχι μόνο σε σχέση με το παρελθόν, αλλά και συγκριτικά με τις τράπεζες των άλλων χωρών της ευρωζώνης. Η υψηλή ρευστότητα καταδεικνύει πόσο άμεσα μπορεί να ανταποκριθεί το τραπεζικό σύστημα σε τυχόν κλυδωνισμούς. 

Η έκθεση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών στον επιτοκιακό κίνδυνο είναι περιορισμένη, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο ποσοστό του χαρτοφυλακίου ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου αφορά τίτλους που διακρατούνται μέχρι τη λήξη τους και άρα δεν επηρεάζονται από τις μεταβολές των τιμών τους, αλλά και ότι οι τράπεζες εφαρμόζουν πρακτικές αντιστάθμισης του επιτοκιακού κινδύνου.

Συνολικά, τα μεγέθη καταδεικνύουν ότι ο ελληνικός τραπεζικός τομέας είναι σήμερα σε καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν ώστε να απορροφήσει τους κλυδωνισμούς από τις διεθνείς αγορές που παρατηρούνται τελευταία, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη στήριξη που λαμβάνει από την ΕΚΤ.

Αυτό είναι συνέπεια και της υιοθέτησης ενός πολύ αυστηρότερου ρυθμιστικού πλαισίου για τα εποπτικά κεφάλαια και τη ρευστότητα των τραπεζών. Μια ειδοποιός διαφορά σε σχέση με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 είναι το γεγονός ότι από το 2014 και μετά υπάρχει μια εναρμονισμένη εποπτική προσέγγιση σε επίπεδο ευρωζώνης από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (Single Supervisory Mechanism, SSM) που ενισχύει συνολικά τη συστημική ευστάθεια στην ευρωζώνη. Σημειώνεται ότι τα εποπτευόμενα ιδρύματα υποβάλλονται σε ασκήσεις αντοχής σε τακτική βάση και σε συνεχείς και ενδελεχείς ελέγχους.