«Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να περάσει σε μια νέα αναπτυξιακή τροχιά, βασιζόμενη σε ένα νέο, αναπτυξιακό πρότυπο με έμφαση στην υγιή επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις και την εξωστρέφεια. Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος των αδυναμιών που περιόριζαν την εξαγωγική επίδοση της χώρας στο παρελθόν έχει διευθετηθεί», επισήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας σε χαιρετισμό του στο συνέδριο «Εξαγωγές για ανάπτυξη».
«Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, παρά την ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και την ανοδική πορεία που καταγράφουν οι εξαγωγές, η εξαγωγική επίδοση της χώρας υπολείπεται του επιπέδου που θα αναμενόταν, με βάση τις ιστορικές συσχετίσεις μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με το Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας 2017-2018 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 87η θέση μεταξύ 137 χωρών όσον αφορά την ποιότητα των θεσμών.
Επιπλέον, σύμφωνα με το δείκτη «ευχέρειας του επιχειρείν» που καταρτίζει η Παγκόσμια Τράπεζα σχετικά με τους όρους ίδρυσης μιας επιχείρησης, η θέση της Ελλάδος έχει βελτιωθεί σημαντικά μεταξύ 2011 και 2017 (από 148η το 2011 σε 37η το 2017), αλλά παραμένει χαμηλή σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Παράλληλα, σημειώνει ο διοικητής της ΤτΕ, αξίζει να σημειωθεί ότι η χώρα μας κατατάσσεται σε αρκετά χαμηλή θέση ως προς την αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών, το βάρος των διοικητικών ρυθμίσεων και την αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου για την επίλυση διαφορών και την αμφισβήτηση κανονισμών».
Έτσι τονίζει ο ίδιος, οι δυσκολίες που εξακολουθούν να υπάρχουν στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, οι καθυστερήσεις στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και η υπερφορολόγηση, η οποία επιβραδύνει ή και ανακόπτει την πρόοδο προς την αποκατάσταση της συνολικής ανταγωνιστικότητας, επιδρούν επιβαρυντικά στην περαιτέρω ενίσχυση της εξαγωγικής βάσης, καθώς δεν αφήνουν τις ελληνικές επιχειρήσεις να εκμεταλλευτούν πλήρως ευκαιρίες που παρουσιάζονται στις διεθνείς αγορές.
Τέλος, επισημαίνει: «Εκτός, όμως, από τα παραπάνω, απαιτείται η Ελλάδα να διευρύνει και τη βάση του συγκριτικού της πλεονεκτήματος. Η ελληνική οικονομία υστερεί σε κρίσιμους καινοτόμους και διεθνώς ανταγωνιστικούς βιομηχανικούς κλάδους, όπως και σε μεγάλες επιχειρήσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία και υψηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίας».
Φωτογραφία SOOC