Την σημασία ελάφρυνσης του χρέους όχι μόνο μακροπρόθεσμα, αλλά και βραχυπρόθεσμα τόνισε μεταξύ άλλων ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας σε ομιλία του στο συνέδριο του ΣΕΤΕ με θέμα «Η Ελληνική οικονομία και η συμβολή του τουρισμού στην ανάπτυξη».
Συγκεκριμένα ο κ. Στουρνάρας δήλωσε πως εάν το ελληνικό χρέος δεν κριθεί βιώσιμο, η προβλεπόμενη έξοδος στις αγορές το 2018 δεν είναι εφικτή. «Πρέπει, συνεπώς, οι συνομιλίες να αρχίσουν τώρα και να ολοκληρωθούν όσο το δυνατόν συντομότερα. Άλλωστε, η συζήτηση για το χρέος συνιστά δέσμευση των εταίρων από το 2012, η οποία επαναλήφθηκε τον περασμένο Μάιο, αλλά δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί», είπε.
Ο κ. Στουρνάρας στην εισαγωγική του τοποθέτηση έκανε μια σύντομη αναδρομή στη μέχρι τώρα πορεία της χώρας από την υπογραφή του προγράμματος διάσωσης τον Ιούλιο του 2015.
Αναλυτικά είπε:
«Η συμφωνία αυτή αναπροσανατόλισε την οικονομική πολιτική σε ρεαλιστικές κατευθύνσεις και ήταν η μόνη λύση απέναντι στους μεγάλους κινδύνους, που το καλοκαίρι του 2015 ήταν προ των πυλών.
Σε αυτό το ενδιάμεσο σημείο εκτιμούμε ότι η εφαρμογή του προγράμματος έχει προχωρήσει, με βραδείς μεν ρυθμούς, αλλά με αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα:
Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και η πρόσφατη υλοποίηση του δεύτερου τμήματος των προαπαιτούμενων δράσεων είχε θετική επίδραση στο κλίμα εμπιστοσύνης και ενίσχυσε τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας. Η εξέλιξη είχε πολλαπλά οφέλη, τα οποία έχουν θετικό αντίκτυπο στη ρευστότητα, και εκτιμάται ότι θα ενισχύσουν την οικονομική δραστηριότητα το β' εξάμηνο του 2016.
Ειδικότερα, η επανένταξη των ελληνικών κρατικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστηµα εξασφαλίσεις (“waiver”), καθιστά πλέον δυνατή την πιο φθηνή χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και σε συνδυασμό με τις αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα μπορεί να συμβάλλει στη μείωση του κόστους δανεισμού των επιχειρήσεων. Επίσης, η υποχώρηση της αβεβαιότητας, η σταθεροποίηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα και η πρόοδος που έχει επιτευχθεί ως προς την αναδιάρθρωση των ελληνικών τραπεζών, συνέβαλαν στη μείωση του ανώτατου ορίου παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) προς τις ελληνικές τράπεζες από τις αρχές Ιουνίου 2016 έως σήμερα κατά 16,3 δισεκ. ευρώ συνολικά, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί σε 51,8 δισεκ. ευρώ.
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την άρση των περιορισμών ανάληψης μετρητών, όταν προέρχονται από νέες καταθέσεις σε μετρητά (νέο χρήμα), αναμένεται σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα να ενθαρρύνουν την επιστροφή των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η οποία θα επιτρέψει την περαιτέρω χαλάρωση και τελικά άρση των κεφαλαιακών περιορισμών».
Κίνδυνοι για την πορεία της ελληνικής οικονομίας
Ωστόσο, οι κίνδυνοι για την πορεία της ελληνικής οικονομίας παραμένουν σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα.
Επεσήμανε πως τυχόν καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και ιδιαίτερα στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων θα περιορίσει την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα την αναζωπύρωση της αβεβαιότητας, την υπονόμευση του κλίματος εμπιστοσύνης και την εξασθένηση των προοπτικών οριστικής εξόδου από την κρίση.
«Παράλληλα, εξακολουθούν να υφίστανται κίνδυνοι και αβεβαιότητα για την πορεία της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας, που οφείλονται, μεταξύ άλλων, στη σχεδιαζόμενη έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), καθώς και σε ενδεχόμενη επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης. Επίσης, κίνδυνοι ελλοχεύουν από ενδεχόμενη έξαρση του προστατευτισμού, καθώς και πιο απλουστευτικές προσεγγίσεις σε περίπλοκα προβλήματα και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, που εδράζονται στον απομονωτισμό και όχι στη συνεργασία και το συντονισμό. Οι κίνδυνοι αυτοί θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αφενός μέσω αρνητικών επιπτώσεων στον τουρισμό και το εμπόριο, αφετέρου μέσω της βραδύτερης του αναμενομένου αποκλιμάκωσης των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων, εξαιτίας της αποστροφής ανάληψης κινδύνου από τους διεθνείς επενδυτές.
Συνεπώς, για την αντιμετώπιση των παραπάνω κινδύνων και την επιβεβαίωση των θετικών προοπτικών υπάρχουν μπροστά μας μια σειρά από μεγάλα ζητήματα που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν έγκαιρα και αποτελεσματικά και που θα κρίνουν τελικά την έκβαση του προγράμματος στο σύνολό του και την έξοδο στις αγορές αμέσως μετά». Συμπλήρωσε.