Το στόχο της διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης μετά την ολοκλήρωση όλων των διαδικασιών της τρέχουσας αξιολόγησης έθεσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε Δείπνο του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη.
Για το λόγο αυτόν η Τράπεζα της Ελλάδος προτείνει, πρώτον, τη μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος σε 2% του ΑΕΠ από 3,5% μετά το 2020, και δεύτερον, την αξιοποίηση του δημοσιονομικού χώρου, που θα προκύψει με αυτόν τον τρόπο, ύψους 1,5% του ΑΕΠ, με τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας και του κεφαλαίου.
Αναφερόμενος στο ρόλο της μεταποίησης, ο κ. Στουρνάρας τόνισε πως στη μεταβατική οικονομική περίοδο που διανύουμε, διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο στην ελληνική οικονομία, διαθέτοντας όλες τις προϋποθέσεις ώστε να αποτελέσει βασικό μοχλό ανάπτυξης της χώρας, συνεισφέροντας στο νέο παραγωγικό πρότυπο. Το πρότυπο αυτό στηρίζεται στη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, κυρίως μέσω της μεταστροφής από κλάδους και επιχειρήσεις μη διεθνώς ανταγωνιστικούς σε κλάδους και επιχειρήσεις παραγωγής διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων, υπηρεσιών, καθώς και προϊόντων του πρωτογενούς τομέα.
Σημαντική πρόκληση σήμερα είναι η αναβάθμιση του εξαγωγικού προτύπου, από εξαγωγές προϊόντων χαμηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης, σε εξαγωγές μέσης και υψηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης, καθώς και η ένταξη των ελληνικών επιχειρήσεων σε διεθνείς αλυσίδες αξίας. Η ελληνική οικονομία διαθέτει σήμερα όλες τις προϋποθέσεις προκειμένου να παράγει και να εξάγει καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, από τις βασικές προϋποθέσεις επιτυχίας είναι η στενή συνεργασία του ιδιωτικού τομέα με το κράτος για τη διαμόρφωση ενός πλαισίου στήριξης της επιχειρηματικότητας και την προσέλκυση νέων επενδύσεων. Ο αποτελεσματικότερος συντονισμός και η στενότερη συνεργασία των εκπροσώπων του ιδιωτικού τομέα με την Πολιτεία, μπορούν να συμβάλουν και στη βελτίωση της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας της προσπάθειας προβολής των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, στη διασφάλιση επιλογής της σωστής στρατηγικής και στην υλοποίησή της.
Η συνεργασία και οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, όπου ο καθένας συνεισφέρει ανάλογα με το είδος του πλούτου, των πόρων, της τεχνογνωσίας και του συγκριτικού πλεονεκτήματος που διαθέτει, θα πρέπει να αποτελέσουν βασικό πυλώνα της νέας αναπτυξιακής μας στρατηγικής. Μέσω αυτών των συνεργασιών και συμπράξεων, και με την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, θα μπορέσουμε, επίσης, να αυξήσουμε την απασχόληση, καθώς και να συμβάλουμε στον επαναπατρισμό και στη δημιουργική απασχόληση των ταλαντούχων ελλήνων επιστημόνων και εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης, οι οποίοι, λόγω της κρίσης, έφυγαν από την Ελλάδα.
Όπως τόνισε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, η Βόρεια Ελλάδα μπορεί να συμβάλει στην παραγωγή, διάχυση και αξιοποίηση της καινοτομίας. Διαθέτει μία ισχυρή μεταποιητική βάση με μεγάλη παράδοση, κλαδικές συγκεντρώσεις και αρκετά σημαντική τεχνογνωσία. Παρουσιάζει σημαντική παρουσία στους κλάδους τροφίμων και ποτών, κλωστοϋφαντουργίας και ένδυσης, καθώς και δομικών υλικών. Οι Περιφέρειές της κατέχουν κομβική γεωγραφική θέση και μεταφορικά δίκτυα υπερεθνικής σημασίας, ενώ σύμφωνα με τις πρόσφατες επιδόσεις τους στο εξαγωγικό εμπόριο, τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά. Τέλος, η πλειοψηφία των Περιφερειών παρουσιάζει σημαντικές επιδόσεις - σε σχέση με το μέγεθός τους - σε ευρωπαϊκά ανταγωνιστικά έργα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης.
Photo by Sooc