Χειρότερη από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 αλλά και την κρίση του δημοσίου χρέους το 2010, θα είναι η παρούσα λόγο κορονοιού, γιατί επηρεάζει την προσφορά, τη ζήτηση και το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε ολόκληρο τον πλανήτη, τονίζει σε άρθρό του στην γερμανική εφημερίδα Handelsblatt ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Στο μείζον θέμα του ευρωομολόγου κάνει λόγο για την ανάγκη ισχυρών συμμαχιών προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κοινός εχθρός, απευθύνοντας ταυτόχρονα έκκληση για τροποποίηση των ευρωπαϊκών κανόνων, έτσι ώστε εφόσον ενεργοποιηθεί ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (EΜΣ), τότε η λύση αυτή να μην συνοδεύεται με όρους και προϋποθέσεις πιστωτικής γραμμής.
“Η από κοινού έκδοση χρεογράφων είναι μια κοινή δράση εναντίον του κοινού εχθρού και προς το σκοπό αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί όλη η δύναμη πυρός των τριών ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων: του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ)”, αναφέρει ο Γ. Στουρνάρας.
Και επισημαίνει ότι η από κοινού έκδοση ομολόγων δεν είναι κάτι καινοφανές (στο παρελθόν ο ΕΜΣ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άντλησαν με κοινές εκδόσεις 800 δισ. ευρώ) και μπορεί να πραγματοποιηθεί σταδιακά. Ειδικά για τον ΕΜΣ αναφέρει ότι μπορεί να διαδραματίσει πολύ σοβαρό ρόλο, επισημαίνοντας ότι στη σημερινή συγκυρία της πανδημίας αυτό δεν θα πρέπει να γίνει σύμφωνα με τους κανόνες περί πιστωτικής γραμμής με ενισχυμένους όρους (Enhanced Conditions Credit Line, ECCL).
“Αυτοί οι κανόνες και οι όροι έχουν θεσπιστεί για άλλους σκοπούς (ασύμμετροι, ιδιοσυγκρασιακοί κυδωνισμοί) και δεν πρέπει να εφαρμοστούν στις σημερινές περιστάσεις. Πρέπει λοιπόν, προσωρινά, να τροποποιηθούν κατάλληλα, ώστε τα κράτη-μέλη να μπορούν να αξιοποιήσουν πλήρως τους πόρους του ΕΜΣ”, αναφέρει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, τουλάχιστον 1 τρισ. ευρώ (περίπου το 10% του ΑΕΠ της ευρωζώνης) πρέπει να διατεθεί από τα προαναφερόμενα τρία ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, επιπλέον των δημοσιονομικών πόρων που διαθέτουν εξ ιδίων τα κράτη-μέλη, αξιοποιώντας την ευελιξία που παρέχεται από τη Συνθήκη εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.
Κρίση χειρότερη απ’ ό,τι του 2008
Στο ερώτημα κατά πόσο μπορούν να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις, ο κ. Στουρνάρας σημειώνει ότι ασφαλείς προβλέψεις δεν μπορούν να γίνουν ακόμη, παρά μόνο εκτιμήσεις βάσει σεναρίων που εξαρτώνται από υποθέσεις. “Ένα πράγμα όμως είναι ήδη γνωστό: ότι αυτός ο κλυδωνισμός είναι χειρότερος από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την κρίση δημόσιου χρέους του 2010”, τονίζει με νόημα.
“Χρειαζόμαστε όλη την ευελιξία και τη δύναμη πυρός που μπορούμε να έχουμε”, σημειώνει ο κ. Στουρνάρας, τονίζοντας ότι η κοινή νομισματική πολιτική και η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ταυτόχρονα για να περιοριστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία, δεδομένου του μεγέθους και της φύσης του εξωτερικού, συμμετρικού κλυδωνισμού.
Κρίση χρέους
Κάνει ευθέως λόγω για τον κίνδυνο μιας νέας κρίσης μιλώντας για ασύμμετρες συνέπειες, ανάλογα με τις αρχικές συνθήκες κάθε χώρας ως προς τη δημόσια υγεία, καθώς και ως προς το δημόσιο χρέος και το διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο. "Για παράδειγμα, θα έχει πολύ διαφορετικό αντίκτυπο σε ένα κράτος-μέλος με αρχικό ποσοστό δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ 60% από ό,τι σε ένα άλλο με αρχικό ποσοστό χρέους 170%", όπως λέει. Και εξηγεί ότι αν κατά μέσο όρο, το ποσοστό χρέους/ΑΕΠ στην ευρωζώνη αυξηθεί κατά 10 έως 40 ποσοστιαίες μονάδες, ανάλογα με το πόσο βαθιά θα είναι η ύφεση το 2020 (αυτές είναι οι τρέχουσες εκτιμήσεις – βλ. μεταξύ άλλων Zsolt Darvas, The Fiscal Consequences of the Pandemic, Bruegel, 30.3.2020), τότε οι επιπτώσεις θα είναι πολύ διαφορετικές στα επιμέρους κράτη-μέλη, ανάλογα με τις αρχικές συνθήκες δημόσιου χρέους του καθενός. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι όταν περάσει η πανδημία μπορεί να επανέλθουν στο προσκήνιο ζητήματα βιωσιμότητας του χρέους, τα οποία θα λειτουργούσαν ανασχετικά για τις προοπτικές ανάπτυξης.
Ο ρόλος της ΕΚΤ
Η ΕΚΤ, όπως λέει, έχει επιδείξει ευελιξία και πνεύμα αλληλεγγύης και ήδη υλοποιεί ένα πρόγραμμα αγοράς τίτλων συνολικού ύψους περίπου 1.000 δισεκ. ευρώ, ενώ παράλληλα διευρύνει το φάσμα των αποδεκτών εξασφαλίσεων, προκειμένου να ενισχύσει τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής υπό τις παρούσες έκτακτες συνθήκες. Το εποπτικό σκέλος της, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός, επίσης ενήργησε γρήγορα και παρείχε στις εμπορικές τράπεζες την αναγκαία προσωρινή ευελιξία όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια και τη ρευστότητα. Το ίδιο πνεύμα, ευελιξία και ρεαλισμό πρέπει να επιδείξουν και τα άλλα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Εκφράζει πάντως την ανησυχία του ότι εκτός από το χρέος, αναμένεται να επιδεινωθεί λόγω της βαθιάς ύφεσης που θα προκύψει το 2020 και η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού. Και καταλήγει ότι:
Παρότι οι εμπορικές τράπεζες διαθέτουν, κατά μέσο όρο, επαρκή κεφάλαια που μπορούν να τα αποδεσμεύσουν για να χορηγήσουν νέες πιστώσεις προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά και να εφαρμόσουν προσωρινή αναστολή των δόσεων δανείων σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EΑΤ), τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) είναι πολύ πιθανό να αυξηθούν σημαντικά. Από την προηγούμενη εμπειρία μας, τα ΜΕΔ είναι ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε την επόμενη μέρα.
Γι’ αυτό και θα χρειαστούμε πλήρη, αν και προσωρινή, ευελιξία όσον αφορά τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων προς τον τραπεζικό τομέα, καθώς και τη χρήση εταιριών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (Asset Management Companies) σε ευρωπαϊκό ή/και εθνικό επίπεδο για την αποτελεσματική και ταχεία αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ. Διαφορετικά, η ανάκαμψη των οικονομιών των κρατών-μελών θα καθυστερήσει. Στο πλαίσιο αυτό, η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης θα καταστεί ακόμη περισσότερο αναγκαία από ό,τι μέχρι σήμερα.
Πρέπει να δράσουμε με ταχύτητα, ευελιξία και αποφασιστικότητα, ούτως ώστε οι οικονομίες της ζώνης του ευρώ να μπορέσουν να ανακάμψουν γρήγορα από αυτή την πρωτοφανή κρίση.