Της Αθηνάς Καλαϊτζόγλου
Η Ελλάδα χρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ. Ο Γιώργος Περιστέρης, διευθύνων σύμβουλος της ΓΕΚ Τέρνα, εκτιμά ότι έτσι θα μπορέσει «να ανασάνει, να πάρει μπροστά η οικονομία της, να παράξει και να μεγιστοποιήσει την εγχώρια προστιθέμενη αξία της, δημιουργώντας χιλιάδες νέες θέσεις απασχόλησης».
Μιλώντας χθες στο συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου, ο κ. Περιστέρης υπεραμύνθηκε των εγχώριων επενδύσεων, για τις οποίες, όπως είπε, χρειάζεται να δοθεί ιδιαίτερη μέριμνα. «Σε αυτή τη χώρα έχουν λάβει διαστάσεις σχεδόν μεσσιανικές οι ξένες επενδύσεις», επισήμανε. «Βεβαίως και είναι απαραίτητες οι ξένες επενδύσεις. Όμως ο καταλύτης, ο μπροστάρης σε αυτό το ζητούμενο επενδυτικό κύμα είναι πάντοτε οι ντόπιοι επενδυτές. Σε κάθε χώρα που βρίσκεται σε κρίση, οι πρώτοι που τολμούν να επενδύσουν είναι οι ντόπιοι, και μετά ακολουθούν οι ξένοι, όπως άλλωστε έχει αποδείξει και σχετική μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας. Όμως, ακόμα και οι Έλληνες ωθούνται ουσιαστικά στο να παρατήσουν τις εδώ επενδυτικές τους προσπάθειες και να στραφούν, νομοτελειακά, στο εξωτερικό».
Ο όμιλος της ΓΕΚ Τέρνα, όπως ανέφερε ο κ. Περιστέρης, έχει επενδύσει στην περίοδο της κρίσης περισσότερα από 1,5 δισ. ευρώ, ενώ έχει διατηρήσει το σύνολο των διαθεσίμων του στις ελληνικές τράπεζες, στηρίζοντας έμπρακτα το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ζητούμενο παραμένει ακόμη, όπως είπε, τι θέλει να κάνει η κυβέρνηση στο επενδυτικό μέτωπο. «Θέλει μεγάλα αναπτυξιακά έργα με σημαντική εγχώρια προστιθέμενη αξία και πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία, το περιβάλλον και την απασχόληση, ή προτιμάει μόνο μικρά κατακερματισμένα έργα, χαμηλής οικονομικής απόδοσης, αυξημένης σπατάλης πόρων και αυξημένης περιβαλλοντικής επιβάρυνσης; Με μίζερες προσεγγίσεις, π.χ. για μικρές εγκαταστάσεις ΑΠΕ ή για άλλες σκόρπιες, χωρίς σχέδιο και όραμα μικροεπενδύσεις, ούτε το επενδυτικό σοκ επιτυγχάνεται, ούτε το περιβάλλον προστατεύεται».
Κριτική έκανε ο κ. Περιστέρης και για τα ζητήματα του περιβάλλοντος, που πολλές φορές γίνονται έρμαιο τοπικών συμφερόντων και αντιδράσεων. «Μιλούν κάποιοι για την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος. Ποιος διαφωνεί; Προφανώς, η προστασία του περιβάλλοντος είναι ύψιστη προτεραιότητα. Ποιος θα αποφασίσει, όμως, για αυτό; Η συντεταγμένη Πολιτεία ή διάφορες ομάδες τοπικών συμφερόντων ή εναλλακτικής θεώρησης της πραγματικότητας;»
Ποιες θα πρέπει να είναι οι κυβερνητικές προτεραιότητες για το επενδυτικό σοκ και τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης; «Η ενέργεια και το περιβάλλον, ιδιαίτερα οι ενεργειακού χαρακτήρα περιβαλλοντικές επενδύσεις, όπως, στα απορρίμματα και την τηλεθέρμανση, πρέπει να αποτελέσουν τομείς πρώτης προτεραιότητας για την υλοποίηση επενδύσεων μεγάλης εγχώριας προστιθέμενης αξίας και υψηλής απασχόλησης», τόνισε. Επίσης, οι ΑΠΕ και τα δίκτυα θα πρέπει να βρίσκονται στον πυρήνα της εθνικής επενδυτικής προσπάθειας.
Ειδικότερα, για τις ΑΠΕ ο κ. Περιστέρης υπογράμμισε την ανάγκη να σταματήσει η δυσφήμηση τους μέσα από το ΕΤΜΕΑΡ, γιατί από μηχανισμό στήριξης τους έχει αναδειχθεί «σε μέσο μπαλώματος κάθε τρύπας στην εγχώρια αγορά ενέργειας.». Σύμφωνα με στοιχεία του Συμβουλίου των Ευρωπαίων Ενεργειακών Ρυθμιστών (CEER), που παρέθεσε, η Ελλάδα το 2012 και 2013 εμφανίζει το τρίτο χαμηλότερο ύψος πραγματικής επιδότησης (σε €/MWh) σε όλη την Ευρώπη και για όλες τις τεχνολογίες ΑΠΕ, πλην φωτοβολταϊκών, ενώ, παράλληλα, έχει το υψηλότερο στην Ευρώπη κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας από τη χονδρεμπορική αγορά.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα για το ηλεκτροπαραγωγικό δυναμικό της χώρας είναι ότι οι συμβατικές μονάδες, με συνολικά 13.200 MW, είναι εγκλωβισμένες τόσο γεωγραφικά, εξαιτίας των ανύπαρκτων ή περιορισμένων διασυνδέσεων, όσο και παραγωγικά, λόγω της κάθετης μείωσης της κατανάλωσης, που έφερε η οικονομική κρίση. Το αποτέλεσμα είναι, όπως είπε, «να υπολειτουργούν σε μεγάλο βαθμό, με παράλληλη διόγκωση των εισαγωγών, να απαξιώνονται οικονομικά και, τελικά, ένα σημαντικό μέρος τους να οδηγείται νομοτελειακά σε προσωρινή ή μόνιμη αναστολή της λειτουργίας του. Έτσι, όμως, τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας σε ηλεκτρική ενέργεια, ιδιαίτερα όταν η ζήτηση ανακάμψει, όπως αναμένεται να γίνει μέσα στα αμέσως προσεχή χρόνια».
Ταυτόχρονα, παραμένει αναξιοποίητο και ένα μεγάλο δυναμικό ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ, που βρίσκεται στα ελληνικά νησιά, καθώς δεν υπάρχει διασύνδεση με το ηπειρωτικό σύστημα. Και στο μεταξύ, η ηλεκτρική ζήτηση στα νησιά του Αιγαίου καλύπτεται, όπως είπε ο κ. Περιστέρης, από παλιές πετρελαϊκές μονάδες, σε συνδυασμό με δαπανηρά ηλεκτροπαραγωγικά ζεύγη, που επιβαρύνουν την ελληνική οικονομία και τον καταναλωτή, μέσω των ΥΚΩ, με 800 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Αυτό που χρειάζεται άμεσα, όπως πρότεινε, είναι η ηλεκτρική διασύνδεση των νησιών με το ηπειρωτικό σύστημα, με 5ετή χρονικό ορίζοντα, ως το 2020. Σε ένα τέτοιο πρόγραμμα, συνολικού κόστους 4 δισ. ευρώ, που μπορεί να εξασφαλίσει και κοινοτικούς πόρους, ο κ. Περιστέρης βλέπει «ισχυρή ιδιωτική συμμετοχή» και συμπράξεις με το δημόσιο. Μπορεί, μάλιστα, όπως είπε, να αποσβεσθεί μέσα σε πέντε χρόνια και μόνον από τα ΥΚΩ.
«Όμως, αντί για αυτό, τι κάνουμε ως Πολιτεία;», κατέληξε ο κ. Περιστέρης. «Θα έλεγα ότι δυστυχώς περί άλλων τυρβάζουμε. Π.χ. έχει αναχθεί σε μέγα κυβερνητικό ζήτημα το ποια θα είναι η μετοχική σύνθεση του ΑΔΜΗΕ, και όχι – όπως θα' πρεπε- το τι, το πώς, το πότε και με τι χρηματοδότηση θα υλοποιήσει ο (οποιοσδήποτε) ΑΔΜΗΕ τις κρίσιμες για τη χώρα, για την οικονομία, την απασχόληση και το περιβάλλον ενεργειακές υποδομές και διασυνδέσεις. Για το πρωταρχικό αυτό ζήτημα, θα υπάρξουν, εδώ και τώρα, απαντήσεις, αποφάσεις και ενέργειες από την Πολιτεία;»