Ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί στην εναπομείνασα «βαριά βιομηχανία» της χώρας που πασχίζει να σταθεί όρθια στον ανταγωνισμό των φτηνότερων γειτόνων και των ανταγωνιστικότερων βιομηχανικών χωρών της Ε.Ε, φαίνεται ότι πλέον είναι πολύ κοντά να συμβεί.
Η πρόταση για μια νέα αύξηση στον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης του φυσικού αερίου που αναμένεται να πέσει επίσημα σήμερα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τα νέα μέτρα του δημοσιονομικού με τους δανειστές, μοιάζει να είναι ο Αννίβας προ των πυλών για τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις και τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι βιομήχανοι έχουν πλέον έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται εξαπατημένοι από τις επαναλαμβανόμενες -όλο αυτό το διάστημα- εξαγγελίες της κυβέρνησης για μείωση του ενεργειακού κόστους της ελληνικής βιομηχανίας. Εξαγγελίες οι οποίες όχι μόνο δεν τηρήθηκαν, αλλά αντιθέτως οδηγούν πλέον στο αντίστροφο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα καθώς η πιθανολογούμενη νέα αύξηση του ΕΦΚ θα οδηγήσει τον ήδη υψηλό επιβαλλόμενο φόρο σε επίπεδα πρωτόγνωρα για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η υπερφορολόγηση στη βιομηχανία αποτελεί μια ακόμη ένδειξη ότι ο μακρόπνοος σχεδιασμός θυσιάζεται στον αυτοσχεδιασμό της φορομπηχτικής πολιτικής και της αλόγιστης λήψης μέτρων χωρίς την επίγνωση των συνεπειών.
Το καμπανάκι που χτύπησε χθες ο ΣΕΒ ζητώντας να συναντηθεί επειγόντως με το οικονομικό επιτελείο για να προειδοποιήσει με στοιχεία την κυβέρνηση ότι η νέα αύξηση στον ΕΦΚ «θα σκοτώσει τη βιομηχανία», δεν είναι μια κραυγή που πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Οι εκπρόσωποι των βιομηχάνων γνωρίζουν πολύ καλά ότι το διαρκώς αυξανόμενο ενεργειακό κόστος έχει ξεπεράσει από καιρού το σημείο «μηδέν» της βιωσιμότητας πολλών παραγωγικών επιχειρήσεων, και μια νέα γροθιά στα στοιχεία κόστους που καθορίζουν την ανταγωνιστικότητά τους μπορεί να λειτουργήσει σαν θρυαλλίδα είτε για να μπει λουκέτο σε περισσότερα εργοστάσια, είτε για να ανοίξει και πάλι ο κύκλος μετεγκατάστασης επιχειρήσεων στο εξωτερικό στον οποίο αυτή τη φορά είναι πιθανόν να συμμετάσχουν πιο «βαριά» ονόματα από ότι στο παρελθόν.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η Ελλάδα έχει σήμερα το υψηλότερο επίπεδο ΕΦΚ επί του φυσικού αερίου για βιομηχανική χρήση σε όλη την Ευρώπη. Ο φόρος είναι υπερδιπλάσιος των προβλέψεων της σχετικής ευρωπαϊκής οδηγίας με αποτέλεσμα η τιμή εισαγωγής του φυσικού αερίου -το οποίο κατά 65% χρησιμοποιείται από την ηλεκτροπαραγωγή- να επιβαρύνεται κατά τουλάχιστον 40%. Το χειρότερο στις περιπτώσεις αύξησης του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης είναι πως αποτελεί φόρο μη ανακτήσιμο. Οι επιχειρήσεις, δηλαδή, δεν μπορούν να τον συμψηφίσουν με την πώληση ή την εξαγωγή όπως λ.χ συμβαίνει με τον ΦΠΑ.
Πέραν τούτου, η Ελλάδα επιβάλλει υψηλούς φόρους για τη βιομηχανική χρήση τόσο του ηλεκτρικού ρεύματος όσο και του φυσικού αερίου, χωρίς όμως τις ειδικές εκπτώσεις που εφαρμόζουν σε χώρες με υψηλό ΕΦΚ όπως λ.χ η Γερμανία και η Αυστρία. Μάλιστα, στο βαθμό που το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται για την παραγωγή ρεύματος η επιβάρυνση είναι διπλή καθώς (σε αντίθεση με τις άλλες χώρες) δεν προβλέπεται έκπτωση από τον χρησιμοποιούμενο ΕΦΚ στο φυσικό αέριο!
Βλέποντας τις εξαγωγές και την παραγωγή να υποχωρούν και τα βιομηχανικά κουφάρια να πληθαίνουν, η κυβέρνηση έδειχνε μέχρι πριν από λίγο καιρό να συμμερίζεται τον προβληματισμό της ελληνικής βιομηχανίας που μετά τις απανωτές φοροεπιδρομές στη ενέργεια μετά το 2011, βρέθηκε να επιβαρύνεται με 30% έως 40% υψηλότερο ενεργειακό κόστος συγκριτικά με τους ευρωπαίους ανταγωνιστές της.
Στο νόμο Ν. 4336/2015 είχε προβλεφτεί η επανεξέταση της φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων ακριβώς με στόχο να εξορθολογιστούν οι τιμές και να μειωθούν οι υπερβολικές επιβαρύνσεις. Η βιομηχανία είχε λάβει τις σχετικές διαβεβαιώσεις και είχε αρχίσει να προετοιμάζεται όχι μόνο για μείωση του ΕΦΚ αλλά και για ειδικές προβλέψεις στον αναπτυξιακό νόμο για την στήριξη του ενεργειακού κόστους των βιομηχανιών υψηλής έντασης. Η ευκαιρία όχι μόνο δείχνει να χάνεται, αλλά σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις οδεύουμε πλέον προς μαζικές αυξήσεις των φόρων κατανάλωσης στο φυσικό αέριο, το πετρέλαιο, τις βενζίνες κ.α
Το τελευταίο χαρτί που παίζουν οι βιομήχανοι για να σώσουν ότι μπορεί να σωθεί, είναι η πρότασή τους να υιοθετηθεί η ολλανδική πρακτική «όσο περισσότερο καίω τόσο λιγότερο φορολογούμαι». Σύμφωνα με αυτή τη μέθοδο φορολόγησης το ύψος του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο αέριο βιομηχανικής χρήσης διαμορφώνεται αντιστρόφως ανάλογα της ετήσιας κατανάλωσης της κάθε βιομηχανικής επιχείρησης.