Οι «αναφορές ύποπτης δραστηριότητας» (SAR) προς το Δίκτυο Καταπολέμησης Οικονομικού Εγκλήματος του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, το FinCen, από τράπεζες σε ολόκληρο τον κόσμο, που έδωσε στη δημοσιότητα η Διεθνής Κοινοπραξία Ερευνητικών Δημοσιογράφων (ICIJ), αποκαλύπτουν ότι κορυφαίες τράπεζες διευκόλυναν τη διακίνηση κεφαλαίων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες, για παραπάνω από 20 χρόνια.
Τα έγγραφα αφορούν συναλλαγές που ξεπερνούν τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια, μεταξύ του 1999 και 2017, όπως αναφέρει το πρακτορείο Reuters, και στιγματίζουν πέντε μεγάλες τράπεζες: τις JPMorgan Chase, HSBC, Standard Chartered, Deutsche Bank και Bank of New York Mellon, που φαίνεται ότι συνέχιζαν να διακινούν «βρώμικα» κεφάλαια, παρόλο που υπήρχαν αμφιβολίες για την προέλευσή τους.
Συγκεκριμένα, η JPMorgan φέρεται να διακινούσε κεφάλαια για λογαριασμό πιθανώς διεφθαρμένων ατόμων ή εταιρειών από τη Βενεζουέλα, την Ουκρανία και τη Μαλαισία, η HSBC χρήματα από απάτη «πυραμίδα», και η Deutsche Bank κεφάλαια που συνδέονται με Ουκρανό δισεκατομμυριούχο.
Αποκαλύπτεται ένα τραπεζικό σύστημα που καθυστερεί σημαντικά να αναφέρει τις υποψίες γύρω από συγκεκριμένες συναλλαγές, αλλά και η αδυναμία των αμερικανικών αρχών στο έλεγχο αυτών των συναλλαγών.
Με δηλώσεις τους στο Reuters, οι τράπεζες τονίζουν ότι τα τελευταία χρόνια έχουν αφιερώσει σημαντικούς πόρους στην ενίσχυση των ελέγχων, και όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν.
Ωστόσο, ανώτερο στέλεχος του Διεθνούς Χρηματοοικονομικού Ινστιτούτου υπογράμμισε την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στον κλάδο και επισήμανε ότι οι επιπτώσεις των οικονομικών εγκλημάτων διαχέονται πολύ πέρα από τον χρηματοοικονομικό κλάδο και αποτελούν απειλή για ολόκληρη την κοινωνία.
Σε ανακοίνωσή της πριν από την δημοσίευση της έρευνας η οικονομική αστυνομία του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ προειδοποιεί ότι η δημοσίευση καταγγελιών ύποπτης δραστηριότητας συνιστά «έγκλημα» που μπορεί να έχει επιπτώσεις στην εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών.