Η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέληξε την Πέμπτη σε συμφωνία για την υιοθέτηση πιο φιλόδοξων στόχων και την επέκταση της χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μέχρι το 2030, κάτι που αποτελεί σημαντικό πυλώνα των σχεδίων της ΕΕ για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και την αποσύνδεση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα.
Οι χώρες της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμφώνησαν ότι μέχρι το 2030 τα 27 κράτη μέλη θα λαμβάνουν το 42,5% της ενέργειάς τους από ανανεώσιμες πηγές, όπως η αιολική και η ηλιακή, ανέφερε με ανάρτησή του στο Twitter το μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρκους Πίπερ.
Η πολιτική συμφωνία πρέπει τώρα να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τις χώρες της ΕΕ, προτού καταστεί νόμος. Αυτές οι ψηφοφορίες είναι συνήθως μια τυπική διαδικασία που εγκρίνει τη συμφωνία χωρίς αλλαγές. Ο νέος νόμος θα αντικαταστήσει τον τρέχοντα στόχο της ΕΕ για μερίδιο 32% της ανανεώσιμης ενέργειας έως το 2030.
Η ΕΕ έλαβε το 22% της ενέργειάς της από ανανεώσιμες πηγές το 2021, αλλά το επίπεδο διέφερε σημαντικά μεταξύ των χωρών. Η Σουηδία ηγείται των 27 χωρών της ΕΕ με το μερίδιο της ανανεώσιμης ενέργειας 63%, ενώ στο Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, την Ολλανδία και την Ιρλανδία, οι ανανεώσιμες πηγές αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 13% της συνολικής χρήσης ενέργειας.
Η ταχεία στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι ζωτικής σημασίας εάν η ΕΕ θέλει να επιτύχει τους στόχους της για την κλιματική αλλαγή, συμπεριλαμβανομένου ενός νομικά δεσμευτικού στόχου για μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 55% έως το 2030, από τα επίπεδα του 1990.
Οι στόχοι των ΑΠΕ έχουν αποκτήσει πρόσθετη σημασία με την εισβολή της Ουκρανίας, καθώς η ΕΕ έχει δεσμευτεί να τερματίσει την εξάρτησή της από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα έως το 2027. Γεγονός που θα το πετύχει μέσω της τοπικής παραγωγής ενέργειας με χαμηλές εκπομπές άνθρακα.
Ο σχεδιασμός θα απαιτήσει μεγάλες επενδύσεις σε αιολικά και ηλιακά πάρκα, την κλιμάκωση της παραγωγής των ΑΠΕ και ενίσχυση των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας για την ενσωμάτωση περισσότερης «καθαρής ενέργειας».
Η Κομισιόν υπολογίζει ότι θα χρειαστούν επιπλέον επενδύσεις 113 δισ. ευρώ σε υποδομές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και υδρογόνου έως το 2030, εάν οι χώρες της ΕΕ πρόκειται να σταματήσουν την εξάρτησή τους από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα.