Όταν ανακοινώθηκε η απόφαση της Deliveroo (ROO LONDON) να εισαγάγει τις μετοχές της στο το χρηματιστήριο του Λονδίνου και να πραγματοποιήσει τη μεγαλύτερη εδώ και αρκετό καιρό αρχική δημόσια εγγραφή, ο υπουργός οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου Rishi Sunak δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του. Ο υπουργός, ο οποίος θα ήθελε να δει πολλές νέες τεχνολογικές επιχειρήσεις να προτιμούν το χρηματιστήριο του Λονδίνου για την εισαγωγή των μετοχών τους, εκτίμησε πως η απόφαση της Deliveroo ήταν και μία έμμεση δικαίωση των προτάσεών του για χαλάρωση κάποιων από τους κανόνες που διέπουν τις αρχικές δημόσιες εγγραφές στα πλαίσια της εκστρατείας προσέλκυσης νέων εταιρειών. Τα πράγματα όμως δεν πήγαν καθόλου καλά, και η πρώτη μέρα διαπραγμάτευσης των μετοχών της Deliveroo εξελίχθηκε σε πλήρη αποτυχία. Η τιμή της μετοχής έπεσε από την πρώτη στιγμή κάτω από την τιμή της δημόσιας εγγραφής των 3,90 λιρών και τελικά έκλεισε στις 2,8745 λίρες, σημειώνοντας πτώση 26,3%.
Η Deliveroo είναι επιχείρηση παράδοσης έτοιμου φαγητού, δραστηριοποιείται σε 12 χώρες και συνεργάζεται με 100.000 οδηγούς. Το 2020 ο κύκλος εργασιών της αυξήθηκε κατά 50% (σε μεγάλο βαθμό λόγω της πανδημίας) και έφθασε τα 1,2 δισεκατομμύρια λίρες, αλλά τα αποτελέσματά της ήταν (για άλλη μία χρονιά) ζημιογόνα κατά 226 εκατομμύρια λίρες. Το γεγονός πως η εταιρεία δεν έχει καταφέρει ακόμα να πετύχει κερδοφορία ήταν ένας παράγων που κράτησε κάποιους επενδυτές μακριά από τη δημόσια εγγραφή. Άλλοι φοβήθηκαν πως η σταδιακή επιστροφή της οικονομίας σε κανονικούς ρυθμούς λειτουργίας θα πλήξει τις εταιρείες σαν την Deliveroo, και αυτό έχει ήδη φανεί από την κακή πορεία των τελευταίων μηνών για τις μετοχές ανταγωνιστριών εταιρειών όπως η αμερικανική DoorDash και η ευρωπαϊκή JustEat.
Πολύ μεγάλο ρόλο έπαιξαν δύο άλλοι παράγοντες. Πρώτα, οι καταγγελίες πως η εταιρεία δεν αμείβει καλά τους οδηγούς της, οι οποίοι διαμαρτύρονται και ετοιμάζονται να απεργήσουν στις αρχές του Απριλίου, διεκδικώντας καλύτερες αμοιβές και παροχές όπως πληρωμένες άδειες και συμμετοχή σε συνταξιοδοτικά προγράμματα. Και το γεγονός πως ο William Shu, συνιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, θα ελέγχει για τρία τουλάχιστον χρόνια το 57% των δικαιωμάτων ψήφου της εταιρείας παρότι κατέχει μόνο το 6% του συνόλου των μετοχών. Αυτό συμβαίνει λόγω του ότι η εταιρεία έχει εκδώσει δύο διαφορετικές κλάσεις μετοχών, και η μία κλάση (αυτή που κατέχει ο Shu) ενσωματώνει πολύ περισσότερα δικαιώματα.
Παρά το γεγονός πως η εταιρεία δήλωσε πως οι πρώτοι δύο μήνες του 2021 ήταν σημαντικά ανοδικοί σε σχέση με το 2020, ο συνδυασμός της έλλειψης κερδοφορίας με τον προβληματισμό για τις προοπτικές του κλάδου δραστηριοποίησης έκανε όσους επενδυτές ήθελαν να συμμετάσχουν να είναι αρκετά συντηρητικοί, ενώ τα άλλα δύο προβλήματα έκαναν αρκετούς μεγάλους θεσμικούς επενδυτές να απόσχουν πλήρως από την διαδικασία της εγγραφής. Έτσι, η εταιρεία αναγκάστηκε να κατεβάσει τις «απαιτήσεις» της και να χαμηλώσει την τιμή της εγγραφής από τις 4,5 περίπου λίρες στις 3,9. Ακόμα και μετά από αυτή την «έκπτωση», η μεγάλη πτώση κατά την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης δείχνει πως το επενδυτικό κοινό δεν πείστηκε. Παρόλα αυτά, η εταιρεία εισέπραξε περίπου 1 δισεκατομμύριο λίρες και κάποιοι από τους παλαιούς μετόχους άλλα 500 εκατομμύρια, ποσά διόλου ευκαταφρόνητα.
Μπορούμε να αντλήσουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα από την υπόθεση Deliveroo. Για άλλη μία φορά φάνηκε πως το γεγονός πως μία εταιρεία είναι γνωστή δεν αποτελεί εγγύηση επιτυχημένης χρηματιστηριακής πορείας. Επίσης, η παρουσία ισχυρών μετόχων δεν αρκεί (η πανίσχυρη Amazon κατέχει το 12% της Deliveroo μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας). Η κινητοποίηση ιδιωτών επενδυτών με την χρήση της τεχνολογίας, πάλι δεν σώζει την κατάσταση. Αυτό το λέμε διότι η εταιρεία έπεισε αρκετούς πελάτες της να αγοράσουν μετοχές αξίας 250 έως 1000 λιρών ο καθένας μέσω της δικής της εφαρμογής παραγγελιών φαγητού και έτσι πούλησε μετοχές αξίας σχεδόν 50 εκατομμυρίων λιρών.
Το πιο βασικό συμπέρασμα είναι πως η επενδυτική συμπεριφορά είναι λίγο διαφορετική στην Αγγλία από την αντίστοιχη στις Η.Π.Α. Οι Βρετανοί θεσμικοί επενδυτές είναι αρκετά πιο αυστηροί στην εφαρμογή των κριτηρίων του E.S.G.
Στην περίπτωση της Deliveroo είχαμε προβλήματα και στο θέμα της κοινωνικής ευθύνης (το S) λόγω της κακής συμπεριφοράς προς τους οδηγούς και στο θέμα της εταιρικής διακυβέρνησης (το G) λόγω της ύπαρξης των δύο διαφορετικών κλάσεων μετοχών. Μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στη διαδικασία γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Η άρνηση συμμετοχής τους σε αυτή τη δημόσια εγγραφή αποτελεί και ένα σημαντικό μήνυμα προς τον υπουργό Sunak.
Ο υπουργός, στην προσπάθειά του να κάνει πιο ελκυστικό το χρηματιστήριο του Λονδίνου έχει προτείνει τη χαλάρωση αρκετών κανόνων που κατά πολλούς αποτελούν αντικίνητρο για την εισαγωγή νέων εταιρειών, οι οποίες προτιμούν άλλα χρηματιστήρια όπως αυτά της Νέας Υόρκης, του Χονγκ Κονγκ και του Άμστερνταμ που έχουν πιο ελαστικούς κανόνες.
Αν γίνουν τελικά δεκτές, θα κάνουν πολύ πιο εύκολη τη συμμετοχή στους μεγάλους χρηματιστηριακούς δείκτες των εταιρειών με διαφορετικές κλάσεις μετοχών όπως η Deliveroo, θα δίνουν τη δυνατότητα στους ιδρυτές που κατέχουν τις «ειδικές μετοχές» να εξακολουθήσουν να ελέγχουν τις εταιρείες για 5 χρόνια μετά την αρχική δημόσια εγγραφή, ενώ θα γίνει πιο εύκολη και η εισαγωγή εταιρειών με την μέθοδο S.P.A.C.
Η πρόταση του υπουργού βασίζεται στο γεγονός πως όλα αυτά ισχύουν στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Φαίνεται όμως πως οι μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές του Λονδίνου δεν είναι ακόμα έτοιμοι να δεχθούν αυτές τις αλλαγές.
Ίσως λοιπόν ο Rishi Sunak θα πρέπει να ξοδέψει περισσότερο χρόνο συζητώντας με αυτούς τους επενδυτές και να μην επιμείνει σε γρήγορες και μεγάλες αλλαγές. Αν πάρει το μήνυμα, μπορεί αρκετές εταιρείες να προτιμήσουν άλλα χρηματιστήρια μέχρι να καταφέρει να πείσει πως οι αλλαγές είναι απαραίτητες. Αν επιμείνει, μπορεί να δούμε σύντομα και άλλα «ατυχήματα» τύπου Deliveroo που τελικά θα κάνουν μεγαλύτερη ζημιά στην εικόνα και τις προοπτικές του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.