Του Βασίλη Γεώργα
Δύο πράγματα ξεχωρίζουν από το προσχέδιο του «τελευταίου προϋπολογισμού των μνημονίων» που κατατίθεται σήμερα στη Βουλή για το 2018.
Το πρώτο είναι ότι είναι ένας «fake» προϋπολογισμός με ολιγόμηνη επικοινωνιακή στόχευση που εξυπηρετεί προσωρινά το αφήγημα της κυβέρνησης για οικονομικό success story. Επειδή βασίζεται σε απολύτως προσωρινά στοιχεία που δεν συνάδουν με την εξέλιξη των φορολογικών εσόδων από το καλοκαίρι και μετά, είναι ένας προϋπολογισμός καταδικασμένος να τροποποιηθεί επί τα χείρω είτε επειδή στην πορεία θα επιβληθούν πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα από την τρόικα, είτε επειδή θα οδηγηθούμε στην αυτόματη ενεργοποίηση του «κόφτη».
Το δεύτερο είναι ότι η κυβέρνηση θα εκμεταλλευτεί την κατάθεση του προσχεδίου για τον προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς, ώστε να σηκώσει ψηλά στα τηλεοπτικά παράθυρα τη συζήτηση ότι η οικονομία πάει τόσο καλά ώστε είναι σε θέση να κάνει παροχές το 2017 διανέμοντας ξανά «κοινωνικό μέρισμα».
Ήδη διοχετεύεται η πληροφορία ότι το φετινό πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 2,2% του ΑΕΠ έναντι στόχου για 1,7%. Η επίδοση αυτή δεν αμφισβητείται από κανέναν. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι στο τέλος του 2017 η κυβέρνηση θα έχει στα χέρια της ένα ποσό κοντά στα 900 με 930 εκατ. ευρώ ως «υπερ-πλεόνασμα» προκειμένου να το επιστρέψει στους πολίτες.
Αυτά τα περίπου 900 εκατ. ευρώ δεν είναι προϊόν ανάπτυξης της οικονομίας αλλά αποτέλεσμα της υπερβολικής φορολόγησης που επιβλήθηκε στη μεσαία τάξη. Θα αξιοποιηθούν, όμως, για να αντιστραφεί η πραγματικότητα και παράλληλα να κατευναστούν οι αντιδράσεις των πολιτών με το επιχείρημα ότι τα χρήματα επιστρέφουν στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Το υπερπλεόνασμα που τελικά οδηγεί μέσα από την συνειδητή αφαίμαξη όλων των επαγγελματικών ομάδων στο λεγόμενο «κοινωνικό μέρισμα», λειτουργεί ως δεκανίκι ώστε η κυβέρνηση να φτάσει στο κρίσιμο 2018, με τον Αλέξη Τσίπρα να έχει φιλοτεχνήσει την εικόνα του ηγέτη που φροντίζει να «γεμίζει το στομάχι» των αδυνάτων.
Από τις έως τώρα συζητήσεις της κυβέρνησης με τους δανειστές προκύπτει πως το υπερβάλλον ποσό του φετινού πλεονάσματος θα χρηματοδοτήσει παροχές μέσω του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης, δημόσιες δαπάνες για να επιτευχθεί ο στόχος αύξησης του ΑΕΠ κατά 1,8%, και εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Η χρονιά που έρχεται, όμως, θα είναι η πιο δύσκολη από όλες λόγω της υποχρέωσης για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ και πιθανόν θα είναι η τελευταία για πολλά χρόνια που θα επιτρέψει σε κυβέρνηση να κάνει παροχές. Εκτός αν βιώσουμε επέλαση της ανάπτυξης την επόμενη πενταετία.
Οι παραδοχές του οικονομικού επιτελείου στον προϋπολογισμό του 2018 (ρυθμοί ανάπτυξης, δημόσια έσοδα, επενδύσεις κλπ) βρίσκονται κυριολεκτικά στον αέρα. Επειδή βασίζονται σε προσωρινά στοιχεία θεωρείται βέβαιο ότι θα αναθεωρηθούν μέχρι την προσεχή Άνοιξη μέσα από τις διαπραγματεύσεις με το ΔΝΤ και την τρόικα για την 3η αξιολόγηση.
Αυτό που δεν μπορεί κανείς να ξέρει είναι πόσο μεγάλες θα είναι οι αλλαγές και τι είδους εξελίξεις μπορεί να δρομολογήσουν. Έχει σημασία πως υψηλόβαθμοι παράγοντες του οικονομικού επιτελείου παραδέχονται πως ό,τι και να γράφει το προσχέδιο του προϋπολογισμού σήμερα, καθαρή εικόνα δεν θα υπάρχει μέχρι και τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 2018.
Τότε θα ξέρουμε ποια και πόσα από τα φορολογικά μέτρα που ήδη εφαρμόζονται θα χαρακτηριστούν από τους δανειστές ως «μόνιμης απόδοσης», και ποιες επιπρόσθετες παρεμβάσεις αύξησης εσόδων και περικοπής δαπανών θα ζητηθούν προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο ο μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ. Ήδη το ΔΝΤ έχει προϊδεάσει πως σκοπεύει να ζητήσει την επίσπευση της μείωσης του αφορολόγητου και των συντάξεων ενδεχομένως από το 2018 και το πάγωμα των «αντίμετρων» τουλάχιστον ως το 2022.
Το μέγεθος αυτών των πρόσθετων παρεμβάσεων και το ενδεχόμενο να συνιστούν από μόνες τους ένα νέο μνημόνιο, είναι που σε μεγάλο βαθμό κρίνουν αν η κυβέρνηση θα μπορεί να τις «σηκώσει» πολιτικά για να φτάσει ως την τυπική ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, ή αν θα επιλέξει να προσφύγει σε πρόωρες κάλπες για να αποφύγει την περαιτέρω εκλογική της αποδυνάμωση.