Του Βασίλη Γεώργα
Το ερώτημα πλέον δεν είναι τι θα γίνει τη Δευτέρα στο Eurogroup, αλλά τι θα έχει γίνει την επόμενη φορά που θα συναντηθούν ξανά οι υπουργοί Οικονομικών για την αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος και πως θα διαχειριστεί η ελληνική κυβέρνηση τη συμφωνία Βερολίνου-ΔΝΤ με άξονα το πάγωμα των αποφάσεων για το ελληνικό χρέος μέχρι να σχηματιστεί νέα κυβέρνηση στη Γερμανία.
Ο μόνος από τους τρεις κρίκους της αλυσίδας που εμφανίζεται να μην έχει συμφωνήσει ακόμη για την Ελλάδα, είναι ο άμεσα ενδιαφερόμενος. Δηλαδή η ίδια η ελληνική κυβέρνηση που επιμένει σθεναρά στη συνέχιση της «πολιτικής διαπραγμάτευσης», όταν η ευρωζώνη και το ΔΝΤ φέρονται έτοιμοι να δώσουν τα χέρια τόσο ως προς το ποσό συμμετοχής του Ταμείου (5 δισ. ευρώ σύμφωνα με το Spiegel) όσο και για τους όρους.
Οι όροι αυτοί που μένει να επιβεβαιωθούν μετά τη συνάντηση της Angela Merkel με την Christine Lagarde και τον Jean Claude Juncker την ερχόμενη Τετάρτη, γνωρίζουμε μέχρι σήμερα ότι περιλαμβάνουν την προνομοθέτηση μέτρων για τις περικοπές στις συντάξεις και το αφορολόγητο από την Ελλάδα, την δέσμευση για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% για τουλάχιστον πέντε χρόνια και την μετάθεση των αποφάσεων αναφορικά με τις μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις ελάφρυνσης χρέους για το χειμώνα του 2017 ή το 2018, αλλά πάντως μετά από τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης στη Γερμανία. Το πώς θα αντιδράσει η ελληνική κυβέρνηση μπροστά στο ενδεχόμενο να μην κερδίσει τίποτα άλλο παρά τη δόση της δεύτερης αξιολόγησης για να πληρώσει τα χρεολύσια του καλοκαιριού είναι κάτι που ακόμη δεν γνωρίζει κανείς.
Όλα τα δεδομένα μέχρι αυτή τη στιγμή δείχνουν, πάντως, πως το ορόσημο της 20ης Φεβρουαρίου θα είναι πιθανότατα ένα από εκείνα που θα χαθούν στη δίνη της ατελέσφορης «πολιτικής» διαπραγμάτευσης, εκτός κι αν μέσα στο σαββατοκύριακο υπάρξουν τελικά τόσο συνταρακτικές εξελίξεις ώστε η Αθήνα να πεισθεί να κάνει το επόμενο βήμα.
Κορυφαίο στέλεχος της κυβέρνησης έλεγε στο Liberal ότι οι πιθανότητες να υπάρξει συμφωνία τη Δευτέρα είναι 50%-50%, παραδεχόμενος ωστόσο ότι παραμένουν ακόμη κάποια ζητήματα που πρέπει να «κλείσουν» από το οικονομικό επιτελείο, αλλά και ότι υπάρχουν σοβαρά προβλήματα πολιτικής διαχείρισης στο εσωτερικό.
Το τίμημα αυτής της στρατηγικής «πολιτικής διαπραγμάτευσης» που ακολουθεί η κυβέρνηση έχει αποδειχθεί βαρύ για την οικονομία, αλλά εξυπηρετεί την εικόνα του σκληρά διαπραγματευόμενου παίκτη ο οποίος αρνείται να σηκωθεί από το τραπέζι αν δεν πάρει όλα όσα ζητά. Το ζήτημα είναι πως όσο διαιωνίζεται η αβελτηρία των αποφάσεων, η Ελλάδα κινδυνεύει να τα χάσει όλα.
Η κυβέρνηση έχει αναλώσει πολύτιμο χρόνο για να ανορθώσει την οικονομία που συνεχίζει να καρκινοβατεί, έχει χάσει σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο λόγω της αδυναμίας να φέρει αποτελέσματα ορατά στους υποστηρικτές της και τους πολίτες, και σε αυτή την τελευταία παρτίδα που βρίσκεται σε εξέλιξη, διακινδυνεύει να δώσει και τα ρέστα της: να μην καταφέρει δηλαδή να πείσει κανέναν για το δίκαιο των επιχειρημάτων της για την αναλυτική εξειδίκευση της επόμενης αναδιάρθρωσης χρέους, να χάσει έτσι την ποσοτική χαλάρωση και το τρένο για έξοδο στις αγορές, και να μείνει μόνο με την υποχρέωση θέσπισης προκαταβολικών μέτρων ίσων με το 2% του ΑΕΠ για το 2019-2020 και με ένα κοινό μέτωπο δανειστών απέναντί της να απαιτούν από τη χώρα να πληρώσει το λογαριασμό της με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%.
Εκ των πραγμάτων το καλύτερο αποτέλεσμα που αναμένεται μεθαύριο είναι μια συμφωνία επί της αρχής που θα επέτρεπε στα τεχνικά κλιμάκια της τρόικας να αναβάλουν τις διακοπές τους αυτή την εβδομάδα και να επιστρέψουν στην Αθήνα για να ολοκληρώσουν την αξιολόγηση μέσα στον Μάρτιο-Απρίλιο.
Μια τέτοια συμφωνία, με βάση και με τις νεότερες δηλώσεις που έκανε χθες ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στη Θεσσαλονίκη, θα πρέπει πάντως να είναι «πολιτική». Δηλαδή να μην περιλαμβάνει τόσα μέτρα-εξασφαλίσεις όσα ζητά το ΔΝΤ για το αφορολόγητο και τις συντάξεις, παράλληλα να καθαρίζει το τοπίο με τις μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις στο χρέος σε συνδυασμό με μικρότερο χρόνο διατήρησης των πρωτογενών πλεονασμάτων, και τέλος να δίνει την ευκαιρία στην κυβέρνηση να κερδίσει κάτι από όσα έχει υποσχεθεί στα εργασιακά (ομαδικές απολύσεις και συλλογικές διαπραγματεύσεις).
Κανείς από τους παραπάνω όρους δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να γίνεται αποδεκτός από τους δανειστές, με εξαίρεση ίσως το ζητούμενο ύψος των προκαταβολικών μέτρων της περιόδου 2019-2020 τα οποία θα επανεξεταστούν από το ΔΝΤ τον Απρίλιο όταν το Ταμείο θα έχει τα πλήρη στοιχεία της Eurostat για τις πηγές προέλευσης του πρωτογενούς πλεονάσματος – μαμούθ ύψους μέχρι και 3% του ΑΕΠ που εκτιμά πως πέτυχε η κυβέρνηση το 2016.
Ένα μικρότερο πακέτο μέτρων για το 2018-2019 ή και η δυνατότητα στοχευμένων μειώσεων στη φορολογία μέσω της αξιοποίησης των πρωτογενών πλεονασμάτων, είναι προφανώς καλοδεχούμενο ώστε να μην επιβαρυνθεί υπερβολικά η οικονομία.
Ωστόσο δεν μπορεί να ικανοποιήσει το κεντρικό αφήγημα της κυβέρνησης σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα δεν μπορεί να ανακάμψει χωρίς περαιτέρω μείωση χρέους. Δεν είναι τυχαίο πως η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου επέλεξε να ξεκινήσει την χθεσινή επιστολή της στους Financial Times γράφοντας ότι η κυβέρνηση «προετοιμάζεται για τις διαπραγματεύσεις της επόμενης Δευτέρας ώστε να κερδίσει η Ελλάδα την ελάφρυνση του χρέους που απαραιτήτως χρειάζεται» και όχι να αποδεχθεί τη μείωση των συντάξεων.
Υπό το πρίσμα αυτό κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να κλείσει πράγματι την αξιολόγηση ώστε να προλάβει μια επόμενη βουτιά στην οικονομία ή θα επιδιώξει να τραβήξει το σχοινί μέχρι εκεί που πιστεύει ότι θα τελειώνουν τα ταμειακά διαθέσιμα του Κράτους και θα αρχίζουν να αναπαράγονται σενάρια χρεοκοπίας.