Η νίκη της Μάντσεστερ Σίτυ στον τελικό του Champions League το προηγούμενο Σάββατο δεν είναι ιστορική μόνο γιατί είναι η πρώτη φορά που το καταφέρνει η αγγλική ομάδα. Ούτε γιατί είναι η τρίτη φορά που το κατέκτησε ο προπονητής της.
Είναι ιστορική γιατί είναι η πρώτη φορά που το τρόπαιο κατακτήθηκε από ομάδα της οποίας ιδιοκτήτης είναι ένα κρατικό επενδυτικό ταμείο, στην περίπτωσή μας αυτό του εμιράτου του Άμπου Ντάμπι, του πιο ισχυρού από τα επτά εμιράτα που απαρτίζουν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Μέχρι τώρα είχαμε δει την κατάκτηση τροπαίων από ομάδες που ανήκουν σε οικονομικά ισχυρούς ιδιώτες, όπως ο Ρομάν Αμπράμοβιτς της Τσέλσι, η οικογένεια Γκλέιζερ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η οικογένεια Ανιέλι της Γιουβέντους και η Μίλαν του εκλιπόντος Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Ή ανήκουν σε επιχειρήσεις που έχουν δημιουργηθεί από οικονομικά ισχυρούς για την διαχείριση αθλητικών συλλόγων, όπως το Fenway Sports Group που ελέγχει την Λίβερπουλ. Ή ανήκουν στους οπαδούς τους, κάτι που ισχύει λίγο πολύ στις περιπτώσεις της Ρεάλ Μαδρίτης, της Μπαρτσελόνα και της Μπάγερν Μονάχου.
Το επόμενο βήμα ίσως να είναι η κατάκτηση του τροπαίου από μία ομάδα που θα ελέγχεται από επενδυτικές εταιρείες τύπου Private Equity, κάτι που πιθανότατα θα ισχύει σε μερικούς μήνες για την χαμένη του πρόσφατου τελικού, την Ίντερ Μιλάνου, αν δεν αποπληρωθεί το δάνειο που έχει λάβει ο Κινέζος βασικός της μέτοχος από την γνωστή αμερικανική επενδυτική εταιρεία Oaktree Capital Management.
Αν γυρίσουμε μερικά χρόνια πίσω, ας πούμε στο 2005, οι ομάδες των πέντε μεγαλύτερων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ισπανίας, Γερμανίας και Ιταλίας) ανήκαν κυρίως σε ιδιώτες ή οικογένειες με μεγάλη οικονομική δύναμη, όπως η οικογένεια Ανιέλι που προαναφέραμε, ο Μπερλουσκόνι, ο Αμπράμοβιτς και διάφοροι άλλοι δισεκατομμυριούχοι.
Πολλές από τις ομάδες, πρωτίστως στη Γερμανία και δευτερευόντως στην Ισπανία, ανήκαν στους οπαδούς τους και ένας μικρός αριθμός ανήκε σε μεγάλες επιχειρήσεις. Η εθνικότητα των ιδιοκτητών ήταν σε συντριπτικό ποσοστό ίδια με αυτή των ομάδων και των οπαδών τους. Όπως διαβάζουμε σε σχετικό εκτενές άρθρο του Bloomberg, το 2005 οι 93 από τις 98 ομάδες που αγωνίζονταν σε αυτά τα πρωταθλήματα ανήκαν σε ντόπιους ιδιοκτήτες και μόνο 5 σε ξένους. Το 2015 τα πράγματα είχαν αρχίσει να αλλάζουν και ο αριθμός των ομάδων που ελέγχονταν από ντόπιους είχε κατέβει στις 78. Το τέλος της αγωνιστικής περιόδου 2022 – 2023 βρίσκει μόνο 56 ομάδες με ντόπιους ιδιοκτήτες και τις υπόλοιπες 42 με ξένους. Από αυτές τις 42 ομάδες, 17 ανήκουν σε Αμερικανούς ή εταιρείες αμερικανικών συμφερόντων, 6 σε Ασιάτες ή ασιατικές εταιρείες, επτά σε άλλους Ευρωπαίους ή ευρωπαϊκές επιχειρήσεις άλλων χωρών, 6 είναι μεικτής ιδιοκτησίας και 6 ανήκουν σε κρατικά επενδυτικά ταμεία τριών χωρών του Αραβικού Κόλπου, της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ και των Η.Α.Ε.
Η αλλαγή είναι όντως εντυπωσιακή και φαίνεται πως συνεχίζεται, καθώς αρκετές ομάδες εξακολουθούν να αλλάζουν χέρια. Πολλές από τις αγοραπωλησίες γίνονται μεταξύ ξένων ιδιοκτητών, όπως έγινε στην αγγλική Λιντς Γιουνάιτεντ, όπου μία αμερικανική επιχείρηση αγόρασε το μερίδιο του Ιταλού (μέχρι προ ημερών) ιδιοκτήτη της ομάδας. Κάτι παρόμοιο πιθανώς να γίνει αν ολοκληρωθεί η διαδικασία πώλησης της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από την αμερικανική οικογένεια Γκλέιζερ. Όπως είπαμε και παραπάνω, υπάρχει σημαντική πιθανότητα να δούμε την Ίντερ Μιλάνου να περνά στα χέρια της Oaktree Capital, αν οι τωρινοί Κινέζοι ιδιοκτήτες της δεν καταφέρουν να αποπληρώσουν το δάνειο που έχουν πάρει από την αμερικανική επενδυτική εταιρεία. Αν συμβεί αυτό, θα είναι μία επανάληψη της ιστορίας της Μίλαν, η οποία πέρασε κάτω από τον έλεγχο της αμερικανικής επενδυτικής εταιρείας Elliott Investment Management το 2018, όταν οι κινέζοι ιδιοκτήτες στους οποίους την είχε πουλήσει ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι έναν χρόνο πριν δεν μπόρεσαν να ξεπληρώσουν το δάνειο που είχαν πάρει.
Το πολύ απλό ερώτημα που δημιουργείται είναι το γιατί έχει αλλάξει τόσο πολύ το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ευρωπαϊκών ομάδων. Αυτό οφείλεται στον συνδυασμό αρκετών παραγόντων. Ο πιο βασικός λόγος είναι απλά το γεγονός πως οι ομάδες δεν μπορούν πλέον να συμμετάσχουν με ανταγωνιστικό τρόπο σε ένα πρωτάθλημα αν δεν ξοδέψουν πάρα πολλά χρήματα. Από την στιγμή που εμφανίστηκαν οι πρώτοι ιδιοκτήτες που ήταν διατεθειμένοι να ξοδέψουν τεράστια ποσά, τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα για τις υπόλοιπες ομάδες.
Πολύ χαρακτηριστικά περιέγραψε την κατάσταση ο Ντέιβιντ Ντιν, ο οποίος είχε αγοράσει το 1983 το 16,6% της αγγλικής Άρσεναλ ξοδεύοντας 292 χιλιάδες λίρες Αγγλίας. Ο Ντιν, ο οποίος πούλησε τελικά το 14,58% που του είχε απομείνει το 2007 αντί 75 εκατομμυρίων λιρών, είπε πως εκείνη την εποχή τις ομάδες ενίσχυαν οι τοπικοί επιχειρηματίες, στην συνέχεια εμφανίστηκαν οι εκατομμυριούχοι, ύστερα οι δισεκατομμυριούχοι και τελικά τα κρατικά επενδυτικά ταμεία. Κάτι άλλο που είπε, με πολύ επιτυχημένο τρόπο, είναι πως όταν ο Ρομάν Αμπράμοβιτς αγόρασε την Τσέλσι το 2003 (με αντίτιμο 140 εκατομμυρίων λιρών), πάρκαρε τα τανκς του στο γρασίδι και άρχισε να πυροβολεί με χαρτονομίσματα των 50 λιρών.
Οι τωρινοί επενδυτές πυροβολούν πλέον με χαρτονομίσματα των 500 λιρών. Εκτός όμως από το γεγονός πως οι εκατομμυριούχοι και οι δισεκατομμυριούχοι ανεβάζουν τον πήχη για τους υπόλοιπους, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως έχει γίνει πολύ πιο δύσκολη και η διαχείριση των υποθέσεων των συλλόγων. Τα έσοδα δεν προέρχονται πλέον από τα εισιτήρια που εκδίδει η ομάδα για τους αγώνες της και τις διαφημίσεις που βάζουν οι τοπικές επιχειρήσεις μέσα στο γήπεδο αλλά κυρίως από την διαχείριση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων και τις χορηγίες από μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες.
Αυτό, σε συνδυασμό με την ανάγκη για ανέγερση και συντήρηση πανάκριβων αθλητικών εγκαταστάσεων και την σταθερή αμοιβή του πλήθους των εργαζομένων που είναι πλέον απαραίτητοι σε έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο, καθιστά υποχρεωτική την επαγγελματική διαχείριση όλων αυτών των συλλόγων που είναι πλέον περισσότερο επιχειρήσεις. Έτσι έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που όλο και περισσότερες ομάδες ελέγχονται πλήρως από ανθρώπους που έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια και γνωρίζουν καλά πως να τα διαχειρίζονται. Είναι φυσιολογικό λοιπόν να περνούν οι ομάδες σε χέρια πάμπλουτων επιχειρηματιών και των οικογενειών τους, στα χέρια των επαγγελματιών διαχειριστών χρημάτων και στα χέρια κάποιων κρατών που κυριολεκτικά θεωρούν πως έχουν την δυνατότητα να ξοδεύουν απεριόριστα χρήματα για την προσωπική ευχαρίστηση των ηγετών τους αλλά και για την βελτίωση της εικόνας τους στο εξωτερικό.
Είναι λοιπόν αναπόφευκτη η «άλωση» του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου από τα δισεκατομμύρια και τα τρισεκατομμύρια της Wall Street, των πετρελαιοπαραγωγών κρατών της Αραβίας και των πάμπλουτων επιχειρηματιών παλαιάς ή νέας κοπής και των οικογενειών τους; Με βάση αυτά που βλέπουμε μπροστά μας μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως η κατάσταση βρίσκεται ακόμα υπό τον έλεγχο των οπαδών των ομάδων.
Όχι μόνο στη Γερμανία, όπου η νομοθεσία δεν δίνει κανένα περιθώριο στον οποιονδήποτε κεφαλαιούχο να αλλάξει την κατάσταση πυροβολώντας με πεντακοσάευρα αλλά και στην Αγγλία και τις υπόλοιπες χώρες. Αυτό φάνηκε το 2021 όταν οι δυναμικές κινητοποιήσεις των οπαδών των ομάδων της Αγγλίας (κυρίως) ανάγκασαν τους ιδιοκτήτες τους να κάνουν πίσω στα σχέδια δημιουργίας μίας κλειστής ομοσπονδίας στην οποία θα συμμετείχαν μόνο 12 ομάδες από όλη την Ευρώπη, κατά τα πρότυπα των αμερικανικών ομοσπονδιών των διαφόρων αθλημάτων όπου δεν προβλέπεται η έννοια του υποβιβασμού σε μία χαμηλότερη κατηγορία.
Αυτό είναι και το κλειδί της υπόθεσης, αφού η απουσία του φόβου του υποβιβασμού ανοίγει τον δρόμο για ακόμα μεγαλύτερες επενδύσεις από οικονομικά ισχυρούς παράγοντες και ελαχιστοποιεί τις δυνατότητες αντίδρασης για ομάδες που δεν έχουν κάποιον ισχυρό χρηματοδότη. Όσο αντιδρούν οι φίλαθλοι απέναντι σε τέτοιες εξελίξεις, ο δρόμος προς την πλήρη υποταγή των ευρωπαϊκών ομάδων στη δύναμη του χρήματος θα είναι κλειστός και η ποικιλία με την αβεβαιότητα θα εξακολουθήσουν να χαρακτηρίζουν τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Μπορεί σε μερικές χώρες οι πρωταθλητές να είναι σχεδόν πάντα οι ίδιοι αλλά ακριβώς από κάτω τα πράγματα αλλάζουν πολύ συχνά και αυτό είναι που κρατά ζωντανό το ενδιαφέρον των οπαδών οι οποίοι ακόμα γεμίζουν τα γήπεδα και έτσι μπορούν να έχουν και λόγο στην εξέλιξη των πραγμάτων.
Δεν ξέρουμε βέβαια για πόσο καιρό ακόμα θα μπορούν να αντιστέκονται οι οπαδοί. Πιστεύουμε όμως πως θα αργήσουμε να φτάσουμε σε ένα σημείο που οι οπαδοί θα αποφασίσουν να αφήσουν τις εξελίξεις να τρέξουν προς την κατεύθυνση που επιθυμούν οι ιδιοκτήτες των μεγαλύτερων ομάδων, τουλάχιστον για όσον καιρό θα πρωταγωνιστούν ποδοσφαιρικές ομάδες με μακρά παρουσία και πολύ στενούς ιστορικούς δεσμούς με τις πόλεις και τις τοπικές κοινωνίες.