Οι Ολλανδοί και εν συνεχεία οι Γάλλοι και οι Γερμανοί ήταν οι πρώτοι που έθεσαν επί τάπητος την ανάγκη η Ευρωπαϊκή Ένωση να εμβαθύνει τις σχέσεις της με την Ινδία, την Ιαπωνία και την Αυστραλία, προκειμένου να ενισχύσει την επιρροή της στην περιφέρεια Ινδίας-Ειρηνικού, μια περιφέρεια που υπενθυμίζουμε ότι αποτελεί το επίκεντρο του μεγαλύτερου εμπορικού μπλοκ του κόσμου.
Σύμφωνα με τις δηλώσεις των Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ σε χθεσινή τηλεδιάσκεψη, η ΕΕ θα ενισχύσει τόσο την δράση όσο και την παρουσία της στην περιφέρεια Ινδίας-Ειρηνικού, με στόχο την προώθηση της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «...Η ΕΕ θα αναπτύξει περαιτέρω συμπράξεις και θα ενισχύσει συνέργειες με ομόφρονες εταίρους και αρμόδιους οργανισμούς στην ασφάλεια και την άμυνα. Αυτό θα περιλάβει απαντήσεις σε προκλήσεις έναντι της διεθνούς ασφάλειας, περιλαμβανομένης της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας.».
Πολλοί αναλυτές ήδη υποστήριξαν ότι με πρόσχημα την ασφάλεια και το διεθνές δίκαιο η ΕΕ προσπαθεί ν’ αντιδράσει στην αυξανόμενη ισχύ της Κίνας, χρησιμοποιώντας το νέο αυτό σχέδιο εναντίον του αυταρχισμού του Πεκίνου.
Χωρίς να σημαίνει ότι η παραπάνω άποψη δεν έχει εκτόπισμα, όπως θα αναλύσουμε και παρακάτω, ίσως το μεγαλύτερο κίνητρο να είναι η ανάγκη της ΕΕ για νέες εμπορικές σχέσεις στην ταχύτερα αναπτυσσόμενη περιφέρεια του κόσμου, η οποία αποτελεί και μια πολύ μεγάλη αγορά για τις εξαγωγές όλων.
Η αλήθεια είναι ότι λεπτομέρειες θα μάθουμε από τον Σεπτέμβριο, μήνα κατά τον οποίο θα ανακοινωθεί η λεπτομερής ευρωπαϊκή στρατηγική για την υποστήριξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην περιφέρεια Ινδίας –Ειρηνικού.
Ένα είναι όμως σίγουρο. Ήταν καιρός η ΕΕ να χτίσει ένα πιο έντονο διπλωματικό προφίλ στην συγκεκριμένη περιφέρεια, ακόμα και αν αυτό μεταφραστεί σε περισσότερες επενδύσεις ή ακόμα και σε μεγαλύτερη παρουσία είτε ναυτική στην Νότια Σινική Θάλασσα, είτε μέσω συμμετοχής των Ευρωπαίων σε αυστραλιανές περιπόλους.
Σύμφωνα μάλιστα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, διπλωμάτες της ΕΕ ισχυρίζονται πως και οι ίδιες οι χώρες της περιφέρειας Ινδίας-Ειρηνικού επιθυμούν την εμπλοκή της ΕΕ στην περιοχή, προκειμένου να συνδράμει στο να κρατηθούν οι εμπορικοί δρόμοι ανοιχτοί αλλά και να υπάρχει μια διέξοδος για τις χώρες που αυτή τη στιγμή είναι αναγκασμένες να επιλέξουν ανάμεσα στο Πεκίνο και την Ουάσινγκτον, οι σχέσεις των οποίων είναι τεταμένες.
Γιατί είναι «καυτή» η περιφέρεια Ινδίας-Ειρηνικού
Ο Ινδο-Ειρηνικός είναι μια περιοχή πλούσια σε φυσικούς πόρους αλλά πάνω από όλα περιλαμβάνει σημαντικές θαλάσσιες οδούς, όπως τα Στενά της Malacca την βασικότερη δίοδο που συνδέει τον Ειρηνικό με τον Ινδικό Ωκεανό, μ’ ένα εξαιρετικά μεγάλο μέρος του παγκόσμιου εμπορίου και των μεταφορών των ενεργειακών αποθεμάτων να διέρχεται από αυτά. (σ.σ: Tο μοναδικό εναλλακτικό πέρασμα είναι τα Στενά Sunda που βρίσκονται ανάμεσα στα νησιά Ιάβα και Σουμάτρα στην Ινδονησία και ενώνουν την θάλασσα της Ιάβας με τον Ινδικό Ωκεανό).
Για την ακρίβεια
- Πάνω από το ήμισυ της συνολικής διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων στον κόσμο
- Το ένα τρίτο του συνόλου της θαλάσσιας κυκλοφορίας
- Τα δύο τρίτα του ενεργειακού εφοδιασμού της Νότιας Κορέας, σχεδόν το 60% των ενεργειακών προμηθειών της Ιαπωνίας, το 80% των εισαγωγών αργού πετρελαίου της Κίνας και το 75% των ενεργειακών προμηθειών της Ινδίας, διασχίζουν τον Ινδικό Ωκεανό και περνούν μέσα από τα Στενά.
Αν τώρα σκεφτούμε ότι η συγκεκριμένη περιφέρεια καλύπτει σχεδόν το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού- περιλαμβάνει τις πολυπληθέστερες χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Ινδονησία- αλλά και το 30% του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος- περιλαμβάνει μερικές από τις σημαντικότερες οικονομικές δυνάμεις, την Κίνα, την Ινδία, τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία- γίνεται κατανοητό γιατί στον κόσμο των διαχειριστών θεωρείται μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες αγορές του κόσμου.
Όλες οι δυνάμεις επιδιώκουν την παρουσία τους
Το Ηνωμένο Βασίλειο αντιλήφθηκε το 2020 την σημασία της περιφέρειας του Ινδο-Ειρηνικού για τις εμπορικές της συμφωνίες, αλλά οι ΗΠΑ το είχαν κατανοήσει ήδη από το 2013, όταν ο Ομπάμα ανακοίνωσε ότι ένα μεγάλο μέρος της εξωτερικής πολιτικής της χώρας θα περιλαμβάνει τη στροφή προς την Ασία, με πρώτο σταθμό την ενίσχυση των διμερών σχέσεων με την Ινδία.
Οι σχέσεις αυτές είχαν έναν κοινό σκοπό. Βλέπετε τόσο η Ινδία όσο και οι ΗΠΑ είχαν από καιρό αντιληφθεί τις προθέσεις της Κίνας.
Η Κίνα ανέκαθεν θεωρούσε ότι η πρόσβαση της στην ευρύτερη περιοχή Ινδίας-Ειρηνικού περιορίζεται μέσα από το κύριο πέρασμα των στενών της Malacca, ενώ για να φτάσει σε αυτό, τα πλοία της πρέπει να ταξιδέψουν στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας. (σ.σ:Η Νότια Σινική θάλασσα είναι το σημείο κατάληξης των Στενών της Malacca).
Φρόντισε λοιπόν να εξασφαλίσει την πρόσβασή της με την δημιουργία τεχνητών νησιών με αεροδρόμια στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας και μέσω της ανακήρυξης της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
Η συγκεκριμένη ΑΟΖ όμως σύμφωνα με πολλούς διεθνείς αναλυτές είναι πολύ μεγαλύτερη και περιλαμβάνει πολύ περισσότερα προνόμια, από αυτά που ορίζει η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας στην περιοχή. Μια περιοχή πολλών ανταγωνισμών και συμφερόντων μεταξύ Κίνας, Βιετνάμ, Μαλαισίας, Ινδονησίας, και Φιλιππινών, λόγω των ενεργειακών κοιτασμάτων.
Η Ινδία όπως και πολλά κράτη της περιφέρειας του Ινδο-Ειρηνικού φοβόντουσαν εδώ και χρόνια ότι η Κίνα θα προσπαθήσει να δημιουργήσει στην ουσία μια ζώνη ναυτικού αποκλεισμού, που θα εκτείνεται από την Θάλασσα της Νότιας Κίνας μέχρι τον Περσικό Κόλπο. Αυτός ήταν λοιπόν ο πρωταρχικός λόγος που δέχτηκαν την ενίσχυση των διμερών σχέσεων με τις ΗΠΑ επί Ομπάμα.
Όσον αφορά τώρα την οπτική γωνία των ΗΠΑ, προκειμένου να περιορίσουν την Κίνα και να διασφαλίσουν τον ηγετικό τους ρόλο, οι Αμερικανοί έστειλαν αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή, αναζητώντας τη διπλωματική και οικονομική συνεργασία όχι μόνο της Ινδίας αλλά και της Ιαπωνίας, της Αυστραλίας και των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Η περίοδος Τραμπ
Όταν ήρθε στον Λευκό Οίκο ο Τραμπ, ανέτειλε μια ανατρεπτική περίοδος. Οι ΗΠΑ αποχώρησαν το 2017 από την Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου του Ειρηνικού (TPP) -θυμηθείτε ότι τότε «πήρε πόντους» η ιδέα της RCEP, ενώ ο Πρόεδρος των ΗΠΑ άρχισε να πιέζει τους παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ, την Νότια Κορέα και την Ιαπωνία, να αυξήσουν το ποσό που πλήρωναν για να απολαμβάνουν προστασία από την παρουσία των αμερικανικών στρατευμάτων στο έδαφός τους. Επιπλέον ξεκίνησε την επιβολή δασμών στις εισαγωγές ατσαλιού και αλουμινίου όχι μόνο από την Κίνα, αλλά και από τις συμμάχους Ιαπωνία και Νότια Κορέα.
Παρά ταύτα, ακόμα και ο Τραμπ δεν ξέφυγε από την γενική κατεύθυνση που είχε δοθεί επί Ομπάμα για την αμερικανική παρουσία στον Ινδο-Ειρηνικό. Απόδειξη η ομιλία του Αμερικανού Προέδρου κατά την επίσκεψη του στο Βιετνάμ το 2017, κατά την διάρκεια της οποίας μίλησε για έναν ελεύθερο και ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό, όπου κυρίαρχα και ανεξάρτητα κράτη θα ευημερούν σε συνθήκες ελευθερίας και ειρήνης.
Το 2018 οι ΗΠΑ παρά την αντίθετη ρητορική του προέδρου Τραμπ στήριξαν αρκετά την ανάπτυξη των κρατών του Ινδο-Ειρηνικού, προκειμένου να μην εξαρτώνται από τις κινεζικές οικονομικές πρακτικές, που όπως όλοι γνωρίζουν, στόχος τους είναι να δημιουργούν υπέρμετρα χρέη στις χώρες.
Η χρηματοδότηση και οι επενδύσεις για την ανάπτυξη της περιοχής βελτιώθηκαν μέσω του νόμου BUILD, ενώ σε συνεργασία με την Ιαπωνία και την Αυστραλία δημιουργήθηκε το Blue Dot Network, μια πρωτοβουλία που στοχεύει στην πιστοποίηση έργων αναπτυξιακών υποδομών υψηλών προδιαγραφών σε ό,τι αφορά τη διαφάνεια και τη βιωσιμότητα τους.
Τι προσπάθησαν οι ΗΠΑ όλα αυτά τα χρόνια λοιπόν; Οι αμερικανικές εταιρείες μέσω των επενδύσεων τους στην περιοχή επιχείρησαν να βρουν ανταπόκριση στην αγορά του Ινδο-Ειρηνικού και μέσω ενός δικτύου συνεργασιών, να διαμορφώσουν έναν χώρο ελεύθερης διακίνησης αγαθών και υπηρεσιών.
Η Ευρώπη έλαμψε δια της απουσίας της μέχρι πρότινος από τα δρώμενα στην πιο hot εμπορική περιοχή του κόσμου. Όμως οι χθεσινές ανακοινώσεις δρομολογούν επιτέλους μια αναγκαία αλλαγή πλεύσης. Κάλιο αργά παρά ποτέ.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.