Η ολοκλήρωση των προσαρμογών στο πλαίσιο «Βασιλεία ΙΙΙ», που σε πολλές περιπτώσεις αναφέρονται και ως «Βασιλεία IV», καθώς και οι επιπτώσεις στον τρόπο που λειτουργούν και λαμβάνουν στρατηγικές αποφάσεις οι τράπεζες, αποτέλεσαν το επίκεντρο της παρουσίασης του κ. Ορέστη Χοντουλίδη, Associate Partner στο τμήμα Συμβουλευτικών Υπηρεσιών της ΕΥ Ελλάδος, κατά το 10ο Risk Management & Compliance Forum που διοργάνωσε το Ελληνικό Ινστιτούτο Πληροφορικής & Επικοινωνιών (ΕΙΠ) της ΕΕΔΕ, σε συνεργασία με το PRMIA (Professional Risk Managers' International Association), υπό την αιγίδα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ).
Η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων ως απάντηση στη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008
Ο κ. Χοντουλίδης επισήμανε ότι οι αλλαγές στους κανόνες εποπτείας σε θέματα επάρκειας κεφαλαίων και ρευστότητας αποτελούν βασικό μέρος της ατζέντας των κανονιστικών αλλαγών ως επακόλουθο της τελευταίας διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ειδικά για τους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας, ο κ. Χοντουλίδης αναφέρθηκε στους βασικούς στόχους των προτεινόμενων αλλαγών:
1) Αποκατάσταση της αξιοπιστίας των υπολογισμών σταθμισμένου ενεργητικού (RWAs), βελτιώνοντας τις τυποποιημένες προσεγγίσεις και καθιστώντας τις πιο ευαίσθητες σε παράγοντες κινδύνου.
2) Περιορισμούς στη χρήση προσεγγίσεων εσωτερικών υποδειγμάτων, για την επίτευξη μεγαλύτερου βαθμού συγκρισιμότητας και τη μείωση της πολυπλοκότητας.
3) Εισαγωγή συμπληρωματικών απαιτήσεων για τον δείκτη μόχλευσης, καθώς και εφαρμογή ελαχίστου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων, με βάση το αποτέλεσμα των τυποποιημένων προσεγγίσεων (output floor).
Επιπλέον των παραπάνω, η εισαγωγή των κατευθύνσεων του Πυλώνα 2 (Pillar 2 Guidance – P2G) καθιστά όλο και πιο σημαντικές τις επιδόσεις των τραπεζών στα εποπτικά stress tests, ενώ, ταυτόχρονα, συνεχίζεται η έμφαση από τις εποπτικές αρχές στον σχεδιασμό (έναντι στόχων απόδοσης / κερδοφορίας, κεφαλαιακής επάρκειας, ρευστότητας, κλπ.) και την ανάπτυξη μοντέλων εκτίμησης κινδύνου.
Η ενσωμάτωση των αλλαγών στην ΕΕ θα είναι τμηματική
Οι νέοι κανόνες της «Βασιλείας IΙΙ» αναμένεται να ενσωματωθούν στη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε δύο βασικά κύματα, με το πρώτο να περιλαμβάνει την Οδηγία Κεφαλαιακών Απαιτήσεων V (Capital Requirements Directive – CRD V) και τον Κανονισμό Κεφαλαιακών Απαιτήσεων II (Capital Requirements Regulation – CRR II). Τα κείμενα αυτά ενσωματώνουν και επιπλέον παρεμβάσεις στους κανόνες στάθμισης ανοιγμάτων, οι οποίες αφορούν θέματα ειδικά για την ΕΕ (π.χ. τα ανοίγματα προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ανοίγματα σχετικά με έργα υποδομών). «Αν και τα προσχέδια των ρυθμιστικών κειμένων έχουν ετοιμαστεί, υπάρχει ακόμα αβεβαιότητα για το ακριβές χρονοδιάγραμμα ενσωμάτωσής τους και ο κίνδυνος καθυστερήσεων», σημείωσε ο κ. Χοντουλίδης.
Το «δεύτερο κύμα» βρίσκεται ακόμα σε στάδιο προτάσεων από την Επιτροπή Βασιλείας, ενώ οι νομοθετικές διαδικασίες στην ΕΕ δεν έχουν ακόμα ξεκινήσει. Ο προτεινόμενος, από την Επιτροπή Βασιλείας, χρόνος εφαρμογής των αλλαγών που επιφέρει το πακέτο αυτό είναι το 2022, με μία πενταετή μεταβατική περίοδο για την εφαρμογή των ελαχίστων ορίων κεφαλαιακών απαιτήσεων (output floors).
Οι επιπτώσεις των νέων κανονισμών της Βασιλείας
Ακόμα και στην περίπτωση χρονικών καθυστερήσεων, οι αλλαγές στο πλαίσιο της Βασιλείας αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά τις τράπεζες τόσο σε λειτουργικό, όσο και σε στρατηγικό επίπεδο. Ειδικά ως προς το δεύτερο, οι επερχόμενες κανονιστικές αλλαγές επηρεάζουν τις στρατηγικές επιλογές των τραπεζών και τα επιχειρηματικά τους σχέδια από τώρα. «Πολλά από τα στοιχεία ισολογισμού που θα σταθμιστούν με τους νέους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας δημιουργούνται μέσα από στρατηγικές και αποφάσεις του σήμερα», επισήμανε ο κ. Χοντουλίδης, και πρόσθεσε ότι «οι προσαρμογές σε δομικά στοιχεία ισολογισμού, όπως, για παράδειγμα, η δομή χρηματοδότησης μιας τράπεζας, η έμφαση σε συγκεκριμένα δανειακά προϊόντα έναντι άλλων, ή τυχόν προσαρμογές στα χαρακτηριστικά κινδύνου των στεγαστικών δανείων που εκταμιεύονται, απαιτούν τον αντίστοιχο σχεδιασμό».
Επιπλέον, ο κ. Χοντουλίδης υπογράμμισε την ανάγκη για συνδυαστική ανάλυση μεγεθών στα πλαίσια του επιχειρηματικού σχεδιασμού, έτσι ώστε η εφαρμογή των νέων κανονισμών να λαμβάνεται υπόψη διεξοδικά. «Οι μεμονωμένες αναλύσεις στις επιμέρους διαστάσεις (π.χ. κερδοφορία, κεφαλαιακή επάρκεια, ρευστότητα, κλπ.), δεν επαρκούν, διότι οι αλληλεπιδράσεις των σχετικών εποπτικών κανονισμών μεταξύ των διαστάσεων αυτών είναι πολύ πιο έντονες πλέον. Ιδιαίτερο παράδειγμα αποτελούν οι απαιτήσεις MREL και η αλληλεπίδραση που έχουν με τον σχεδιασμό για το επίπεδο και τη δομή των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, καθώς και με τη δομή χρηματοδότησης και τις επιπτώσεις στο επίπεδο του δείκτη NSFR».
Όσον αφορά στις επιπτώσεις σε λειτουργικό επίπεδο, αυτές φαίνεται ότι ποικίλλουν ανάλογα με το μέγεθος, τη σύνθεση χαρτοφυλακίου, και τις προσεγγίσεις υπολογισμού κεφαλαιακής επάρκειας. Για παράδειγμα, οι τράπεζες με εγκεκριμένα εσωτερικά μοντέλα εκτίμησης θα πρέπει να υλοποιούν και τις τυποποιημένες προσεγγίσεις, ώστε να μπορούν να εφαρμόζουν τα floors. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι η υλοποίηση των νέων κανονισμών από τράπεζες που χρησιμοποιούν τυποποιημένες προσεγγίσεις δεν απαιτεί σημαντική προσπάθεια ή ενίσχυση σε επίπεδο δεδομένων ή / και υποδομών πληροφοριακών συστημάτων.
«Οι επερχόμενες αλλαγές εντός του πλαισίου της Βασιλείας αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά τις στρατηγικές αποφάσεις των τραπεζών, να επιφέρουν αλλαγές στη σύνθεση των ισολογισμών τους, καθώς και να θέσουν νέες προκλήσεις στη δυνατότητά τους να διατηρούν τα επιθυμητά επίπεδα κερδοφορίας. Οι δυνατότητες για συνδυαστική ανάλυση και βελτιστοποίηση κατά τη διάρκεια του επιχειρηματικού σχεδιασμού, μέσα από πιο εξελιγμένες μεθόδους και υποδομές, θα αποτελέσουν σημαντικό εφόδιο στην προσπάθεια των τραπεζών να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις των νέων κανονισμών», κατέληξε ο κ. Χοντουλίδης.