Για κατάρρευση του αφηγήματος της «καθαρής εξόδου» τόσο από την ευρωπαϊκή - συστημική σκοπιά όσο και από την εθνικολαϊκιστική, έκανε λόγο στην ομιλία του στο 2ο Διεθνές Συνέδριο του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελος Βενιζέλος.
Ο Ευ. Βενιζέλος κάλεσε την κυβέρνηση να επανέλθει «στην πολιτική του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου του 2014, όταν είχαμε συμφωνήσει, με πολύ κόπο, στο Eurogroup το καθεστώς της προληπτικής πιστωτικής γραμμής, προκειμένου να εξέλθει η χώρα ασφαλώς από το δεύτερο μνημόνιο που τότε έληγε, χωρίς την πίεση των αγορών, χωρίς να είναι σε καθεστώς μνημονίου, αλλά έχοντας τον θώρακα των εταίρων. Διότι είναι διαφορετικό να εξέλθει στις αγορές μόνη της η Ελλάδα με εθνικό ρίσκο και διαφορετικό να εξέλθει στις αγορές η Ελλάδα έχοντας την εγγύηση και τον θώρακα του ESM που ενισχύει την πιστοληπτική της ικανότητα».
Όπως ανέφερε «η «καθαρή έξοδος» ως αφήγημα κατέρρευσε και υπό τη μία της εκδοχή και υπό την άλλη. Η μία εκδοχή είναι πως καθαρή έξοδος σημαίνει τέλος του μνημονίου, αλλαγή καθεστώτος, επάνοδο στις αγορές με αποδεκτά επιτόκια, δυνατότητα αναχρηματοδότησης του χρέους και βεβαίως, μία κάποια πρόσθετη παρέμβαση σε σχέση με το χρέος, η οποία είναι υπεσχεμένη από τους εταίρους, ήδη από τον Φεβρουάριο του 2012. «Καθαρή έξοδος» όμως σημαίνει, από την άλλη μεριά, ένα κλείσιμο του ματιού στη νέα εκλογική πελατεία, σε κοινωνικά στρώματα που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης, που πιστεύουν –εσφαλμένα βεβαίως– ότι μπορεί να επανέλθουμε στον χαμένο παράδεισο της πελατειακής μεταπολίτευσης. Δηλαδή να επανέλθουμε σε υποσχέσεις, σε δημαγωγίες, σε παροχές, χωρίς την εποπτεία των εταίρων και χωρίς τους δημοσιονομικούς καταναγκασμούς του μνημονίου».
Σχετικά με την προληπτική πιστωτική γραμμή, ο Ευ. Βενιζέλος υπογράμμισε πως «σημαίνει ότι έχεις από πίσω σου την Ευρωζώνη, τους εταίρους, και αυτό είναι ένα μήνυμα στις αγορές για τα επιτόκια, ένα μήνυμα στους οίκους αξιολόγησης για το επίπεδο αξιολόγησης της χώρας που πρέπει να καταστεί επενδυτικό. Βεβαίως είναι η δυνατότητα συμμετοχής στη δευτερογενή αγορά και στα προγράμματα πιστωτικής χαλάρωσης εν ευρεία έννοια, όχι μόνο του QE, ακόμη και αν αυτά τείνουν προς τη λήξη τους. Βεβαίως αυτό επηρεάζει όλη την αγορά, όλα τα επιτόκια, τα επενδυτικά ομόλογα, επηρεάζει το τραπεζικό σύστημα το οποίο βεβαίως δεν μπορεί να αρκεστεί στο γεγονός ότι πέρασε τα stress test, γιατί η δουλειά των τραπεζών είναι να συγκεντρώνουν καταθέσεις και να δίνουν δάνεια. Όταν έχεις αρνητική πιστωτική επέκταση το σύστημα δεν δουλεύει. Χωρίς εθνική αποταμίευση δεν μπορείς να χρηματοδοτήσεις την ανάπτυξη.
Ακόμη, αναφέρθηκε στο χρέος, σημειώνοντας ότι «θα υπάρξει ένα σχήμα σε σχέση με το χρέος, το οποίο θα είναι λογικό και φιλικό. Ούτως ή άλλως, παρότι ως ποσοστό του ΑΕΠ, το ελληνικό χρέος είναι μεγαλύτερο του ιταλικού, το κόστος εξυπηρέτησής του είναι πολύ μικρότερο. Το πραγματικό μέγεθος του χρέους είναι το μέγεθος του κόστους εξυπηρέτησης σε συνδυασμό με τις δυνατότητες αναχρηματοδότησης. Το ιταλικό χρέος είναι μικρότερο από το ελληνικό ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι συντριπτικά μεγαλύτερο, εννέα φορές μεγαλύτερο περίπου, ως απόλυτος αριθμός, και είναι μεγαλύτερο και ως κόστος εξυπηρέτησης. Γι' αυτό η περίπτωση της Ιταλίας, τώρα, αναστατώνει τα πάντα και μας κάνει να αντιληφθούμε, ακόμη και για τους πιο κακόπιστους, τι σημαίνει προληπτική πιστωτική γραμμή».
Τέλος, κάνοντας λόγο για το επόμενο διάστημα, ανέφερε ότι «αυτό που χρειάζεται είναι αλήθεια, εθνική στρατηγική και ικανότητα πολιτικής διεύθυνσης της χώρας. Η επόμενη κυβέρνηση, μετά τη στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, θα απευθυνθεί και σε αυτόν να πάρει μέρος σε μία ευρεία βάση στήριξης, ενός προγράμματος όμως, το οποίο θα έχει αρχή, μέση και τέλος και θα βγάζει πραγματικά τη χώρα από την περιδίνηση από την οποία δεν μπορέσαμε να βγούμε, ενώ άλλες χώρες βγήκαν, πρωτίστως για πολιτικούς λόγους. Γιατί οι πολιτικοί λόγοι μας οδήγησαν το 2015 αντί για την έξοδο από το μνημόνιο, στη δευτερογενή κρίση, σε ένα τρίτο μνημόνιο και τώρα δυστυχώς σε ένα τέταρτο μνημόνιο μακράς διάρκειας».
Φωτογραφία: Ιntime