Υψηλό δημοσιονομικό και αναπτυξιακό κόστος είχε για τη χώρα η ρητορεία της κυβέρνησης για δήθεν «καθαρή εξόδο», σύμφωνα με τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος τόνισε πως στην Ελλάδα αυτή την περίοδο λαμβάνει χώρα μια αφαίμαξη της ρευστότητας, προκειμένου να σχηματισθεί το αποθεματικό ασφάλειας, το cash buffer.
Και συμπλήρωσε πως «πρόκειται για ένα πρόσθετο βάρος, πέραν του ότι συνιστά και προληπτική επιβάρυνση του χρέους, αντί να έχουμε προληπτική πιστωτική γραμμή, και έχουμε και ένα σχήμα αυστηρής εποπτείας. Η ρητορεία είναι η άρνηση της αποδοχής της πολιτικής πιστωτικής γραμμής, ενώ αυτό που αποφασίσθηκε είναι προληπτική πιστωτική γραμμή με όλα τα κακά της, χωρίς τα καλά της».
Μιλώντας στην 5η Ετήσια Οικονομική Διάσκεψη της ΕΕΝΕ, «Από την Ανάκαμψη στην Ταχύρρυθμη Ανάπτυξη. Στόχος: Hellas 2021», σχολίασε πως «η κυβέρνηση διανύει την τελευταία της φάση, προφανώς, εκ των πραγμάτων, θεσμικά την τελευταία της φάση και επιδίδεται στην επίμονη και συστηματική προσπάθεια μετακύλισης της ευθύνης για τη λήψη αντιδημοφιλών μέτρων στην επόμενη κυβέρνηση».
Και συνεχίζει υπογραμμίζοντας πως «η κυβέρνηση ακόμη και στην ύστατη αυτή φάση θέλει να δημιουργήσει συνθήκες ακραίας πόλωσης, κοινωνικού αυτοματισμού και εθνικού διχασμού. Με μικροκομματικές επιλογές πρωτίστως στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Θα μπορούσε να κινηθεί συναινετικά στο ζήτημα του ονόματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, θέλησε να δημιουργήσει μέτωπα και να κάνει εισοδισμό, εσωτερική παρέμβαση στα κόμματα της αντιπολίτευσης. Και το συνεχίζει αυτό με την εργαλειακή αντιμετώπιση της δικαιοσύνης, το συνεχίζει με τις πιθανές αλλαγές στο Σύνταγμα και με τον ευτελισμό της αναθεωρητικής διαδικασίας, το συνεχίζει με τις επεμβάσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση, στα παιχνίδια με το εκλογικό σύστημα και τις εκλογικές περιφέρειες και ούτω καθεξής».
Απέναντι σ'' όλα αυτά, ο Ευάγγελος Βενιζέλος προτείνει ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης που προϋποθέτει τη διεξαγωγή εκλογών και το σχηματισμό μίας άλλης κυβέρνησης. Μάλιστα, όπως αναφέρει η επιδίωξη μονοκομματικής κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι αναντίστοιχη προς την κρισιμότητα της εθνικής κατάστασης.
Επίσης χρειάζεται ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών και συμμαχία όλων των δημιουργικών δυνάμεων της χώρας.
Για να διαμορφωθεί το σχέδιο για την εθνική ανασυγκρότηση, ο Ευ. Βενιζέλος τόνισε πως «πρέπει να ξεφύγουμε από τις κοινοτοπίες, τις γενικότητες και τα εύκολα λόγια, γιατί όλοι λένε εδώ και πάρα πολύ καιρό ποιες είναι οι προϋποθέσεις ανάπτυξης και αναδεικνύουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας».
«Το σχέδιο για την εθνική ανασυγκρότηση προϋποθέτει πλήρη επίγνωση της κατάστασης, όχι απλώς πληροφόρηση γύρω από την κατάσταση» και «προϋποθέτει πολύ μεγάλη ειλικρίνεια στον πολιτικό και κοινωνικό διάλογο, αποδοχή του εθνικού καθήκοντος αλήθειας», σχολίασε.
Ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ σημείωσε πως την τριετία 2015-2018, χάθηκε πολύτιμος εθνικός χρόνος γιατί προκλήθηκε μία δευτερογενής οικονομική κρίση. «Εκεί που βρισκόμασταν λίγο πριν την έξοδο από το δεύτερο μνημόνιο, που θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2015, η χώρα εισήλθε σε μία δεύτερη φάση κρίσης. Στη συνέχεια έκανε μία μεγάλη στροφή περί τον άξονα, χωρίς όμως να μπορούμε να πούμε ότι τον Αύγουστο του 2018 η χώρα γυρίζει εκεί που ήταν το Δεκέμβριο του 2014. Η ζημία που προκλήθηκε είναι βαθιά, είναι μεγάλη και είναι διαρθρωτική», δήλωσε.
Σχετικά με το χρέος, ο Ευ. Βενιζέλος, ανέφερε πως η κυβέρνηση «το χειρότερο είναι ότι πήγε από το ένα άκρο στο άλλο, ευνουχίζοντας τη χώρα, στη διαπραγμάτευση για το χρέος».
Σημείωσε πως την τριετία 2015-2018 «επιδεινώθηκε δραματικά η καμπύλη του δημοσίου χρέους. Εάν δούμε τη μελέτη βιωσιμότητος του χρέους που δημοσιοποίησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πριν τις εκλογές του 2015 και τη μελέτη που επικαιροποίησε την άνοιξη του 2016, βλέπουμε την πλήρη ανατροπή της καμπύλης. Εκεί που η προβολή έδινε το 2060 ένα χρέος περίπου στο 70% του ΑΕΠ και χρηματοδοτικές ανάγκες οι οποίες δεν ξεπερνούσαν το 10% του ΑΕΠ, είχαμε μία ανατροπή, η οποία οδηγούσε σε ένα χρέος περίπου στο 250% του ΑΕΠ και σε χρηματοδοτικές ανάγκες 60% του ΑΕΠ ετησίως. Και αυτό, παρότι θα μπορούσε να έχει αναδειχθεί η υβριδική κατάσταση του ελληνικού χρέους που είχε επιτευχθεί με την παρέμβαση του 2012. Δηλαδή να διεκδικηθεί η ορθή απεικόνιση του χρέους και να εξηγηθεί –και στις αγορές και στους επενδυτές και στους εταίρους– ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι μία ιδιόρρυθμη κατάσταση, πρόκειται για ένα χρέος που οφείλεται στους θεσμικούς πιστωτές, μόνο το 10% κινείται στην αγορά, ένα χρέος που έχει εξαιρετικά φιλικά επιτόκια, ένα χρέος το οποίο έχει πολύ μεγάλη μέση διάρκεια. Άρα, δεν είχε προβλήματα εξυπηρετησιμότητας το χρέος αυτό, είχε πολύ χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης και, ούτως ή άλλως, θα μπορούσε αυτό να βγει από τη δημόσια συζήτηση. Αντιθέτως τοποθετήθηκε με έναν τρόπο ανεπίγνωστο στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Ξαναέγινε πρόβλημα πολιτικά και ρητορικά και, εν τέλει, ξαναέγινε πρόβλημα και οικονομικά».