Για τρίτη φορά μέσα σε διάστημα μικρότερο των τριών εβδομάδων, οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης θα προσπαθήσουν σήμερα να καταλήξουν σε μια κοινή, ευρωπαϊκή γραμμή για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας του Covid-19 και την ανόρθωση της οικονομίας την επόμενη ημέρα. Μέχρι στιγμής, όπως είναι γνωστό, οι προηγούμενες δύο διασκέψεις έχουν καταλήξει σε ναυάγιο, όπως συνέβη και με την αντίστοιχη ανάμεσα στους ηγέτες των «27» της ΕΕ.
Θα καταφέρουν, άραγε, να φτάσουν σε συμφωνία και να στείλουν, έστω και πολύ αργοπορημένα, ένα μήνυμα συναίνεσης και ευρωπαϊκής αλληλεγγύης; Ή, αντιθέτως, θα επαναληφθούν τα όσα ειπώθηκαν και συνέβησαν την Τρίτη, κατά την τηλεδιάσκεψη των 16 ωρών, που ανάγκασαν – σύμφωνα με τις σχετικές διαρροές προς τα ΜΜΕ – τον Γάλλο υπουργό Οικονομικών να αναφωνήσει οργισμένος και απευθυνόμενος προς τους συναδέλφους του «Ντροπή σας, ντροπή στην Ευρώπη. Σταματήστε αυτό το τσίρκο!»;
«Είμαστε μια Ευρωπαϊκή Ένωση ή όχι; Η μόνη δυνατή απάντηση είναι να βοηθήσουμε τις χώρες που το έχουν ανάγκη», όπως είπε ο παραιτηθείς από τη θέση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ερευνών, Μάουρο Φεράρι, επιχειρώντας να διατυπώσει με τον τρόπο του το βασικό ερωτημα το οποίο τίθεται για τους εταίρους.
Η αλήθεια είναι πως οι εκτιμήσεις δεν είναι ιδιαιτέρως αισιόδοξες ενόψει της νέας σύσκεψης. Κι αυτό, ανάμεσα στα άλλα, εντείνει τους φόβους και την ανησυχία για το μέλλον του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης και του ευρώ καθώς, για μια ακόμη φορά, αποτυγχάνουν να αποδείξουν την αξία χρήσης τους απέναντι στους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Και μάλιστα, τη στιγμή που αυτό αποτελεί ζωτική ανάγκη, καθώς βρισκόμαστε μπροστά σε μια πρωτόγνωρη κρίση και στην μεγαλύτερη και πιο απότομη ύφεση σε καιρό ειρήνης.
Προτού, όμως, φτάσουμε σε γενικότερα συμπεράσματα, ας δούμε ποιες είναι οι δύο βασικές διαχωριστικές γραμμές: Η μία αφορά στο άμεσο διακύβευμα, δηλαδή τους μηχανισμούς και τους όρους ενίσχυσης των 27 εταίρων από την ΕΕ σε αυτή την κρίση, ενώ η άλλη, το μακροπρόθεσμο, δηλαδή προς τα πού θα συνεχίσει την πορεία του το τρένο της Ευρώπης, ποιους θα έχει στο τιμόνι του και ποιοι θα είναι οι επιβάτες στα βαγόνια του.
Ιταλία εναντίον Ολλανδίας
Στην πρώτη, αυτή που θα σφραγίσει και το σημερινό Eurogroup, τα πράγματα έχουν ως εξής: Το ένα στρατόπεδο, στο οποίο διαδραματίζει ηγετικό ρόλο η Ιταλία, έχει αναπροσαρμόσει την γραμμή του με βάση τα δεδομένα και τους συσχετισμούς που έχουν καταγραφεί. Διαπιστώνοντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση η Γερμανία και οι σύμμαχοί της να συμφωνήσουν στην έκδοση ευρωομολόγου, πιέζουν πλέον προς δύο κατευθύνσεις – αφενός, την ύπαρξη αναφοράς στο κοινό ανακοινωθέν σε μελλοντική δυνατότητα μιας τέτοιας κίνησης και, αφετέρου, την δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων από τον ESM (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας) χωρίς να συνοδεύονται από οποιονδήποτε όρο.
Από την πλευρά του, το απέναντι στρατόπεδο, με πρώτο βιολί την Ολλανδία, αρνείται κατηγορηματικά (τουλάχιστον μέχρι σήμερα) να δεχθεί τις δύο παραπάνω προτάσεις. Για το ευρωομόλογο ξεκαθαρίζει πως δεν πρόκειται ποτέ να πει το «ναι», ενώ σε σχέση με τον δανεισμό από τον ESM επιμένει πως πρέπει να συνοδεύεται από δύο προϋποθέσεις: Τη δέσμευση ότι τα κεφάλαια θα χρησιμοποιθούν αποκλειστικά για τις άμεσες υγειονομικές και οικονομικές επιπτώσεις από την πανδημία και την υποχρέωση οι χώρες που θα κάνουν χρήση του μηχανισμού να δέχονται ελέγχους και να επιστρέψουν το συντομότερο δυνατό στην δημοσιονομική πειθαρχία μόλις εξομαλυνθούν οι συνθήκες.
Όσον αφορά στη δεύτερη διαχωριστική γραμμή, τα δύο βασικά στρατόπεδα παραμένουν λίγο ως πολύ ίδια, όμως οι πρωταγωνιστές είναι διαφορετικοί. Πολύ απλά διότι, όπως εύστοχα διαπιστώνει το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel στην ιστοσελίδα του, «η κρίση του κορονοϊού ανοίγει πάλι τις παλιές πληγές της Ευρώπης».
Γαλλία εναντίον Γερμανίας
Στο ένα, λοιπόν, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι μπορεί να είναι ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών της Ολλανδίας, Ρούτε και Χέπκε, που «γαυγίζουν» περισσότερο σε αυτή τη φάση, όμως το πραγματικό αφεντικό είναι η Γερμανία. Όσο για το άλλο, ναι μεν είναι η Ιταλία η οποία έχει βγει μπροστά δικαιωματικά, καθώς είναι αυτή που έχει δεχθεί το πιο καταστρεπτικό πλήγμα και έχει πληρώσει το βαρύτερο τίμημα σε ανθρώπινες ζωές, όμως ο ισχυρός της υπόθεσης είναι η Γαλλία.
Επειδή, όμως, ούτε το Βερολίνο ούτε το Παρίσι έχουν πάρει απόφαση να τινάξουν στον αέρα το οικοδόμημα της ΕΕ και της ευρωζώνης, ακολουθούν την εξής (γνώριμη) τακτική: Βάζουν μπροστά άλλες χώρες – στη συγκεκριμένη περίπτωση την Ολλανδία και την Ιταλία – που τραβούν όσο μπορούν το σκοινί προς την δική τους κατεύθυνση, με την ελπίδα να κερδίσουν έδαφος και συμμάχους. Παράλληλα, Μέρκελ και Μακρόν διατηρούν ανοιχτούς τους μεταξύ τους διαύλους επικοινωνίας, εμφανίζονται να καλούν τους πάντες να κάνουν υποχωρήσεις και, την κρίσιμη στιγμή, θα ρίξουν στο τραπέζι μια δική τους συμβιβαστική πρόταση, η οποία πιθανότατα θα γίνει και απόφαση.
Προφανώς, βεβαίως, τίποτα δεν είναι δεδομένο και το «ατύχημα» μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Ειδικά σε μια περίοδο σαν και αυτήν, καθώς η πανδημία του νέου κορονοϊού υποχρεώνει και την Ευρώπη (όπως και όλο τον κόσμο) να πορευτεί σε αχαρτογράφητα εδάφη.
Ειδικά το στοίχημα με την Ιταλία είναι πολύ κρίσιμο. Με το μέγεθος και την παράδοση που έχει, άλλωστε, μια δική της κατάρρευση ή, ακόμη χειρότερα, μια αποχώρηση από την ΕΕ θα απειλήσει να εκτροχιάσει όλο το τρένο. Κι αυτό το σενάριο θα έρθει πιο κοντά στην περίπτωση που το τέλος της κρίσης βρει τον Ματέο Σαλβίνι κυρίαρχο. Κάτι που αναμφίβολα θα συμβεί εάν η κυβέρνηση Κόντε, εκτός από την άθλια διαχείριση της κρίσης σε υγειονομικό επίπεδο, χρεωθεί και μια ακόμη υποχώρηση απέναντι στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο.