Τον έκτο διαδοχικό χρόνο αρνητικής αποταμίευσης διανύουν τα ελληνικά νοικοκυριά ή αλλιώς εδώ και έξι χρόνια, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών ήταν χαμηλότερο από την αντίστοιχη καταναλωτική δαπάνη.
Η οικονομική ασφυξία είναι μεγάλη και οι αριθμοί αποτυπώνουν την αμείλικτη πραγματικότητα:
Σύμφωνα με την έκθεση της Eurobank, την περίοδο 2011 με 2017, τα νοικοκυριά έχασαν 32,5 δισ. ευρώ. Ειδικότερα, η σωρευτική μείωση του αποθέματος αποταμιευτικών πόρων των νοικοκυριών ανήλθε στα -€32,9 δισ. Αυτό το στοιχείο πρακτικά σημαίνει ότι τα νοικοκυριά στην Ελλάδα μείωσαν σωρευτικά τον πλούτο τους κατά -€32,5 δισ. (π.χ. περιουσιακά στοιχεία όπως μετοχές, ομόλογα, κατοικίες, καταθέσεις κ.α.) ή -€6,6 δισ. ανά έτος (2011-2017) με σκοπό να χρηματοδοτήσουν την εκάστοτε ετήσια διαφορά ανάμεσα στην κατανάλωση και το διαθέσιμο εισόδημά τους.
Ακόμη, η απάντηση ως προς τη μετέπειτα πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας μέσω εφαρμογής ενός μείγματος οικονομικής πολιτικής το οποίο δεν θα οδηγεί σε συρρίκνωση της ιδιωτικής αποταμίευσης.
Τα στοιχεία, σύμφωνα με την Eurobank, αποκαλύπτουν ότι ο θεσμικός τομέας των νοικοκυριών υπέστη τις μεγαλύτερες απώλειες σε όρους αποταμιευτικών ροών κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης.
Η ύφεση, η στασιμότητα και η μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή που βίωσε η ελληνική οικονομία την περίοδο 2009-2017 οδήγησαν σε συμπίεση των δυνατοτήτων αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών τόσο από την πλευρά του εισοδήματος όσο και από την πλευρά των δημοσιονομικών υποχρεώσεών τους προς το κράτος.
Επί παραδείγματι το 2009 η ετήσια αποταμίευση των νοικοκυριών στην Ελλάδα ήταν €11,4 δισ. (7,0% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος) και το 2017 διαμορφώθηκε στο αρνητικό έδαφος των -€8,3 δισ. (-6,7% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος).
Στο ίδιο χρονικό διάστημα η ετήσια αποταμίευση των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων συρρικνώθηκε κατά -€8,1 δισ.. ενώ των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων ενισχύθηκε κατά +€3,7 δισ.. Τέλος στο αντίθετο άκρο κινήθηκαν οι αποταμιευτικές ροές της γενικής κυβέρνησης, καθώς από -23,6 δισ. το 2009 αυξήθηκαν στα 5,5 δισ. το 2017 (δημοσιονομική προσαρμογή και εξάλειψη ελλειμμάτων).
Οι παραπάνω μεταβολές είχαν ως καθαρό αποτέλεσμα την αύξηση του συνόλου της ετήσιας εγχώριας αποταμίευσης από τα 13,8 δις το 2009 (5,8% του ονομαστικού ΑΕΠ) στα 18,8 δις το 2017 (10,6% του ονομαστικού ΑΕΠ). Προσθέτοντας στο τελευταίο μέγεθος το έλλειμμα του τρέχοντος εξωτερικού ισοζυγίου (σε απόλυτους όρους), καταλήγουμε σε ένα ποσό ίσο με τη συνολική επένδυση (ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου) της ελληνικής οικονομίας το 2017 (€20,6 δις ή 11,6% του ονομαστικού ΑΕΠ).
Τέλος, σύμφωνα με την έκθεση, η αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την είσοδο της ελληνικής οικονομίας σε ένα μακροχρόνιο μονοπάτι ανάκαμψης.
Λαμβάνοντας υπ' όψιν τον περιορισμό που υπάρχει ανάμεσα στο επίπεδο του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου και στα αντίστοιχα επίπεδα της ιδιωτικής αποταμίευσης, της δημόσιας αποταμίευσης και του εξωτερικού δανεισμού προκύπτει ένα βασικό συμπέρασμα: η αύξηση των επενδύσεων και η διατήρηση ισοσκελισμένου εξωτερικού ισοζυγίου (ή σχετικά μικρών ελεγχόμενων ελλειμμάτων στη βραχυχρόνια περίοδο) συνδέεται με την ενίσχυση της εγχώριας αποταμίευσης. Η τελευταία ισούται με το άθροισμα των αποταμιευτικών ροών των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και του δημοσίου.
Συνεπώς ένα κρίσιμο ζήτημα για τη μετέπειτα πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας μέσω εφαρμογής ενός μείγματος οικονομικής πολιτικής το οποίο δεν θα οδηγεί σε συρρίκνωση της ιδιωτικής αποταμίευσης.