Ειδική μελέτη με τίτλο «Αντιπαραβάλλοντας τις θέσεις του ΔΝΤ και των ευρωπαϊκών θεσμών σχετικά με το ελληνικό πρόγραμμα και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας» δημοσίευσε σήμερα η Eurobank, υπό την επιμέλεια του Δρ. Πλάτωνα Μονοκρούσου, επικεφαλής οικονομολόγου της τράπεζας.
Όπως αναφέρεται σε σχετικά ανακοίνωση, η παρούσα μελέτη σχετίζεται με τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών (Ευρωπαϊκή Επιτροπή/ΕΚΤ/ΔΝΤ/ΕΜΣ), στο πλαίσιο της 2ης αξιολόγησης του παρόντος προγράμματος προσαρμογής. Επιχειρεί να επισημάνει και να αναλύσει κάποιες από τις σημαντικότερες αποκλίσεις στις απόψεις που παρουσιάζονται από το προσωπικό του ΔΝΤ και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ όσον αφορά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, το πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης καθώς και τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας εντός της Νομισματικής Ένωσης.
Η βασική στόχευση της μελέτης είναι η παροχή ενός χρήσιμου πλαισίου για την καταγραφή και την κατανόηση των απόψεων των βασικών παικτών που εμπλέκονται στο ελληνικό πρόγραμμα σε σχέση με τις πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν για την αποκατάσταση της οικονομικής ανάπτυξης και δημοσιονομικής βιωσιμότητας της χώρας. Κάποιες από τις κυριότερες επισημάνσεις και τα συμπεράσματα της μελέτης παρατίθενται ακολούθως.
Οι κύριοι άξονες των προτάσεων πολιτικής του ΔΝΤ για το ελληνικό πρόγραμμα βασίζονται στην άποψη ότι σημαντικοί κίνδυνοι συνεχίζουν να υφίστανται σχετικά με τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην αποκατάσταση των μακροοικονομικών ανισορροπιών της προ-κρίσης εποχής.
Συνοπτικά, οι κίνδυνοι αυτοί κωδικοποιούνται ως ακολούθως:
- εξαιρετικά μη βιώσιμο δημόσιο χρέος, παρά τη σημαντική ελάφρυνση που έχει προσφερθεί έως τώρα,
- χρόνιες διαρθρωτικές δυσκαμψίες και εμπόδια για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη που συνεχίζουν να υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα,
- ευάλωτη διάρθρωση των δημόσιων οικονομικών που βασίζεται σε γενναιόδωρες συνταξιοδοτικές δαπάνες και υψηλούς φορολογικούς συντελεστές σε «στενές» φορολογικές βάσεις, και
- υψηλό μη-εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος προς το ελληνικό δημόσιο και το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω επισημάνσεων, οι βασικές κατευθύνσεις των προτάσεων πολιτικής του Ταμείου για το ελληνικό πρόγραμμα είναι ως ακολούθως:
- αναδιάρθρωση του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής της Ελλάδας με στόχο τη μείωση της υπέρ-φορολόγησης σε στενές φορολογικές βάσεις και τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου για στοχευμένες κοινωνικές μεταβιβάσεις καθώς και δαπάνες για βασικές δημόσιες υπηρεσίες και επενδύσεις,
- ενίσχυση των προσπαθειών για την πάταξη της φοροδιαφυγής και της ταχείας μείωσης του στοκ των κόκκινων δανείων με στόχο την εξυγίανση των ισολογισμών νοικοκυριών και επιχειρήσεων και την αύξηση των τραπεζικών πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία,
- διασφάλιση και ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων που έχουν επιτελεσθεί στην αγορά εργασίας και επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας εντός της Νομισματικής Ένωσης, και
- ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους, μεγαλυτέρου μεγέθους και εμβέλειας σε σχέση με αυτή που αποτυπώνεται στο σχετικό πλαίσιο που αποφασίστηκε στο Eurogroup της 25ης Μαΐου 2016. Η παρούσα μελέτη παρουσιάζει αναλυτική τιμολόγηση ενδεικτικού πακέτου ελάφρυνσης χρέους που παρουσιάζεται από τα τεχνικά κλιμάκια του ΔΝΤ και αναλύει τις δυνητικές του επιπτώσεις στην μακροχρόνια εξέλιξη των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών της γενικής κυβέρνησης και του λόγου δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ.
Επισημαίνεται τέλος ότι σύμφωνα με το Άρθρο IV της Σύμβασης του ΔΝΤ, οι τεχνοκράτες του Ταμείου τάσσονται κατά της εφαρμογής νέων μέτρων λιτότητας στην Ελλάδα, δηλ. πέραν αυτών που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος. Παρόλα αυτά, εμμένουν στην άποψη ότι βάσει του τρέχοντος δημοσιονομικού πλαισίου η Ελλάδα δε θα μπορέσει να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα υψηλότερο του 1,5% του ΑΕΠ το 2018 και εντεύθεν. Επισημαίνουν δε ότι σε περίπτωση που οι αρχές επιλέξουν να διατηρήσουν πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ σε μεσοπρόθεσμη βάση θα πρέπει να εφαρμόσουν πρόσθετες δημοσιονομικές παρεμβάσεις υψηλής ποιότητας. Επιπροσθέτως, τα όποια νέα δημοσιονομικά μέτρα δεν συνιστάται να εφαρμοσθούν πριν την εξάλειψη του υφιστάμενου παραγωγικού κενού που σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ταμείου δεν αναμένεται πριν το 2019-2020.
Συμπερασματικά, σημαντικές αποκλίσεις αποτυπώνονται στις απόψεις που παρουσιάζονται από το προσωπικό του ΔΝΤ και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ τόσο όσον αφορά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας όσο και τις προτάσεις πολιτικής που στοχεύουν στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας και της βιωσιμότητας της δημοσιονομικής θέσης της χώρας. Η σύγκλιση των δύο πλευρών σε σχέση με το ελληνικό πρόγραμμα κρίνεται αναγκαία συνθήκη για την ταχεία ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης και την αποφυγή περαιτέρω καθυστερήσεων που θα υπονόμευαν σε σημαντικό βαθμό τις προσπάθειες σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας.