Η κινητοποίηση σημαντικών εγχώριων και ξένων χρηματοοικονομικών και παραγωγικών πόρων για επενδύσεις στην εγχώρια οικονομία αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επίτευξη βιώσιμης και ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, σημειώνει μελέτη της Eurobank, με τίτλο «Από έναν φαύλο σε έναν ενάρετο κύκλο; Μετατρέποντας την Ελλάδα σε έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό: ευκαιρίες και προκλήσεις», την οποία υπογράφουν κ.κ. Νικόλαος Καραμούζης, Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος και Δρ. Τάσος Αναστασάτος.
Ωστόσο, σύμφωνα με τη μελέτη εκτιμάται ότι η χώρα χρειάζεται γύρω στα 80 δισ. ευρώ καθαρών επενδύσεων (μετά από αποσβέσεις και διακλαδικές μετακινήσεις) σε σταθερές τιμές 2010 μόνο και μόνο για να επιστρέψει στα επίπεδα του 2010.
Στα συμπεράσματα τονίζεται όμως ότι μία από τις σημαντικότερες προϋποθέσεις για την επίτευξη της επενδυτικής και εξαγωγικής άνθισης είναι η βελτίωση της αξιοπιστίας και της συνέπειας της οικονομικής πολιτικής, δηλαδή της «ιδιοκτησίας» των μεταρρυθμίσεων από τις αρμόδιες αρχές και της υλοποίησης συγκεκριμένων αναπτυξιακών και επενδυτικών πρωτοβουλιών, που θα καταστήσουν την οικονομία ελκυστικότερη για επενδύσεις, ξένα κεφάλαια και παραγωγική ανάπτυξη.
Ως εμπόδια που υφίστανται στην πορεία για μια σημαντική αναπτυξιακή και επενδυτική ώθηση, η τράπεζα αναφέρει μεταξύ άλλων, την αξιοπιστία και εμπιστοσύνη, το κλίμα σκεπτικισμού για τις ιδιωτικές επενδύσεις, τους υψηλούς φορολογικοί συντελεστές και το ασταθές φορολογικό πλαίσιο, τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, τη δυσμενή δημογραφική δυναμική και τα εμπόδια στις ξένες επενδύσεις.
H μελέτη της Eurobank προσδιορίζει και αναλύει δεκαπέντε σημαντικούς παράγοντες που μπορεί να καταστήσουν την Ελλάδα ένα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, ιδιαίτερα για τις άμεσες ξένες επενδύσεις και άλλες εισροές ξένων κεφαλαίων. Ωστόσο, αναλύει επίσης μια σειρά σημαντικών ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να επιδράσουν βλαπτικά στο εγχώριο επενδυτικό και οικονομικό περιβάλλον.
Παράδειγμα, η ταχύτητα υλοποίησης των συμφωνηθέντων με τους πιστωτές, η πλήρης ανάληψη της «ιδιοκτησίας» στην εφαρμογή των κατάλληλων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων από τις αρχές άσκησης οικονομικής πολιτικής και η διαμόρφωση αποτελεσματικής φορολογικής πολιτικής, θα καθορίσουν εάν οι παράγοντες αυτοί θα λειτουργήσουν ως τροχοπέδη ή ως επιταχυντές για την ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού.
Από την υπογραφή της πρώτης συμφωνίας διάσωσης με τους επίσημους πιστωτές και εντεύθεν, η Ελλάδα έχει σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο, σημειώνεται, ωστόσο, αυτή η πρόοδος είχε υψηλό κοινωνικό και οικονομικό κόστος, ιδίως σε όρους απώλειας ΑΕΠ και θέσεων εργασίας, μετατρέποντας αυτό που αρχικά ξεκίνησε ως δημοσιονομική κρίση σε μια πρωτόγνωρη οικονομική και τραπεζική κρίση.
Επιπλέον, παρά τις πρόσφατες σαφείς ενδείξεις σταθεροποίησης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας και επιστροφής σε αναπτυξιακή τροχιά, η επενδυτική δαπάνη παραμένει σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, η επίδοση των εξαγωγών, παρά την πρόσφατη βελτίωση, υστερεί σε σχέση με άλλες οικονομίες της περιφέρειας της ζώνης του ευρώ και η χώρα πρέπει ακόμη να διανύσει σημαντική απόσταση στην πορεία για την αποκατάσταση συνθηκών οικονομικής κανονικότητας, πλήρους πρόσβασης στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων και ανάκτησης της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής.
Η επιτελεσθείσα δημοσιονομική και μακροοικονομική προσαρμογή δεν έχει ακόμα οδηγήσει σε άνθιση των επενδύσεων και σε πλήρη ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση εξόδου της χώρας από την κρίση. Δεν έχουμε δηλαδή κατορθώσει ακόμα να διαμορφώσουμε μια σύγχρονη, ανταγωνιστική, εξωστρεφή, ελκυστική και ανοικτή οικονομία αγοράς σε στέρεες βάσεις, με σύγχρονους θεσμούς και νομοθετικό πλαίσιο, που θα αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς και θα προσελκύει σταθερά το εγχώριο και διεθνές παραγωγικό και επενδυτικό ενδιαφέρον.
Διαμορφώνοντας μια νέα πορεία αναπτυξιακής προοπτικής. Το ζήτημα της αξιοπιστίας
Η μελέτη της τράπεζας τονίζει ότι παρά την αξιοσημείωτη μακροοικονομική προσαρμογή και το μεγάλο αριθμό διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έχουν επιτελεσθεί έως σήμερα, σημαντικό παραμένει το έλλειμμα αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης στην εξασκούμενη οικονομική πολιτική και τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Μεταξύ άλλων, το έλλειμμα αυτό αποτυπώνεται τόσο στην έως τώρα αδυναμία της εγχώριας επενδυτικής δραστηριότητας να επιδείξει πειστικά σημάδια ανάκαμψης μετά την τεράστια αποεπένδυση που έλαβε χώρα την περίοδο της κρίσης, όσο και στις τρέχουσες τιμές των κινητών χρηματοοικονομικών αξιών (π.χ. κυβερνητικά ομόλογα και μετοχές) που συνεχίζουν να τιμολογούν σημαντικά υψηλότερα περιθώρια «κινδύνου χώρας» σε σχέση με αυτά σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης που επίσης επλήγησαν σημαντικά από τη διεθνή κρίση και αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν προγράμματα προσαρμογής.
Υπό την προϋπόθεση ανάληψης υψηλότερου βαθμού «ιδιοκτησίας» των εφαρμοζόμενων μεταρρυθμίσεων, μεγαλύτερης προσήλωσης στην προσπάθεια απαγκίστρωσης της οικονομίας από τις παθογένειες του παρελθόντος και υλοποίησης ενός πιο βιώσιμου και εξωστρεφούς προτύπου ανάπτυξης, με άνθιση των επενδύσεων και των εξαγωγών, υπάρχουν σημαντικοί λόγοι που ενισχύουν την άποψη ότι η Ελλάδα μετασχηματίζεται σταδιακά σε μια αναδυόμενη ευκαιρία για εγχώριους και ξένους επενδυτές, με μεσοπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα.
Εμπόδια και ευκαιρίες
Στη συνέχεια, αφού αναφέρονται δεκαπέντε σημαντικοί παράγοντες που καθιστούν την Ελλάδα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, η μελέτη επισημαίνει τα εμπόδια και τις ευκαιρίες στην πορεία για μια σημαντική αναπτυξιακή και επενδυτική ώθηση:
-Αξιοπιστία και εμπιστοσύνη
Η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής, η εμπιστοσύνη των αγορών για τις προοπτικές της χώρας και ο βαθμός ανάληψης της ευθύνης για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, είναι καθοριστικοί παράγοντες για την επιτυχή μετάβαση σ' ένα βιώσιμο πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας. Η απροθυμία μέρους του πολιτικού συστήματος να εξηγήσει την αναγκαιότητα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και να τις υιοθετήσει, καθώς και να υλοποιήσει τα συμφωνηθέντα με τους πιστωτές, οι κατά καιρούς λαϊκιστικές υποσχέσεις για λιγότερο επώδυνες λύσεις, η αρχικά μονομερής εστίαση στη δημοσιονομική προσαρμογή - ιδίως από την πλευρά των εσόδων - που καθυστέρησε να συνοδευτεί από μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, η υστέρηση στη συναινετική υιοθέτηση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου ελληνικής εμπνεύσεως και ιδιοκτησίας, όλα αυτά υπονόμευσαν σοβαρά την αξιοπιστία των προγραμμάτων προσαρμογής. Η βελτίωση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής και της εμπιστοσύνης των αγορών, αποτελεί σημαντικό προαπαιτούμενο για την ταχεία επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα και την ανάπτυξη. Το παράδειγμα της Πορτογαλίας είναι ενδεικτικό για τις δυνατότητες που έχουμε.
-Κλίμα σκεπτικισμού για τις ιδιωτικές επενδύσεις
Στην Ελλάδα επικράτησε για σειρά δεκαετιών μία παράδοση πολιτικού και κοινωνικού σκεπτικισμού, αναφορικά με τις ιδιωτικές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες και τις επενδύσεις. Τέτοιου είδους αντιλήψεις είναι πλέον σε φάση αποδρομής, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του προηγούμενου προτύπου ανάπτυξης και την αμφισβήτηση του οικονομικού ρόλου του κράτους, με πρόσφατες δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι έως και 85% των πολιτών τάσσονται υπέρ των ξένων επενδύσεων.
-Υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και ασταθές φορολογικό πλαίσιο
Οι φορολογικοί συντελεστές παραμένουν υψηλοί σε όλες τις κατηγορίες φορολογητέας ύλης, συνοδευόμενοι από σημαντικής έκτασης φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή και ένα φορολογικό σύστημα εγγενώς ασταθές (δεκάδες φορολογικοί νόμοι στη διάρκεια λίγων ετών με εκατοντάδες άρθρα, συχνά αλληλοαναιρούμενα, συλλογή φόρων κάτω από το 50% της εκτιμώμενης απόδοσης, 55% των πολιτών εξαιρούνται πλήρως της φορολογίας εισοδήματος επί του παρόντος). Χρειαζόμαστε ένα σταθερό και φιλικό φορολογικό περιβάλλον για τις παραγωγικές επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα. Χωρίς μια γενναία φορολογική μεταρρύθμιση, με χαμηλότερους συντελεστές, απλοποίηση του πλαισίου και περιορισμό της φοροδιαφυγής, η ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά θα υπονομευθεί.
-Άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων
Η πλήρης άρση των εναπομεινάντων περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίων (capital controls), με προτεραιότητα τους περιορισμούς για τις επιχειρήσεις, θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των αγορών, των επιχειρήσεων και των πολιτών και θα επιταχύνει, ceteris paribus, την επιστροφή καταθέσεων και την αποκατάσταση ομαλότερων συνθηκών ρευστότητας στην οικονομία.
-Φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον
Το κόστος εγκατάστασης/σύστασης και λειτουργίας εταιρειών παραμένει ακόμα υψηλό, ενδεικτικά : μία τυπική επιχείρηση εργάζεται 193 μέρες ετησίως μόνο για να πληρώσει φόρους και εισφορές, η σύσταση νέας εταιρίας χρειάζεται διαδικασίες διάρκειας 13 εργάσιμων ημερών, μία τυπική υπόθεση χρειάζεται 1.580 μέρες για να τελεσιδικήσει στα δικαστήρια. Παράλληλα, το μη μισθολογικό κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων όπως, ασφαλιστικές εισφορές, χρηματοοικονομικό κόστος, κόστος ενέργειας και φορολογικές επιβαρύνσεις, παραμένει υψηλό και αποτρεπτικό για τις επενδύσεις.
-Εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης
Η γραφειοκρατική και αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, οι παρωχημένες δομές και τα ξεπερασμένα οργανωτικά σχήματα, η διατήρηση εν ζωή κοινωνικά και οικονομικά αναποτελεσματικών δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, ο χαμηλός βαθμός ψηφιοποίησης και τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, οι παρατεινόμενες ανεπάρκειες του νομικού πλαισίου και η αδύναμη επιβολή του νόμου αποτελούν ανασχετικούς παράγοντες για την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Χρειάζεται μια γενναία μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, με φιλικότητα προς το επιχειρείν και την εξυπηρέτηση του πολίτη. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρόσφατη μελέτη της παγκόσμιας τράπεζας για την ανταγωνιστικότητα για το 2016, κατατάσσει την Ελλάδα σε πολύ χαμηλό επίπεδο σε θέματα διοικητικής αποτελεσματικότητας και ποιότητας των θεσμών και κανονισμών.
-Βιώσιμη αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους και υποχρέωση δημιουργία μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων
Η βιωσιμότητα του υψηλού δημόσιου χρέους, αμφισβητείται και από το ΔΝΤ, παρά τους ευνοϊκούς όρους εξυπηρέτησής του, σε συνδυασμό δε με την υπερβολική υποχρέωση δημιουργίας υψηλών πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια, συντηρούν σημαντικές αβεβαιότητες και απορροφούν σημαντικούς πόρους, δεσμεύοντας τις δυνατότητες ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης. Η βιώσιμη ρύθμιση του δημόσιου χρέους και η μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα σε ρεαλιστικά για την οικονομία επίπεδα, κρίνονται απολύτως απαραίτητες για τη διαμόρφωση ευνοϊκότερου επενδυτικού κλίματος και την επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας.
-Δυσμενής δημογραφική δυναμική
Τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία (ο πληθυσμός της Ελλάδας αναμένεται μεταξύ 8,3-10 εκατομμυρίων το 2050) και η διαρροή καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain) περιορίζουν τη δυνητική αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας (supply side effect).
-Εμπόδια στις ξένες επενδύσεις
Σημαντικά ρυθμιστικά, φορολογικά, χωροταξικά και άλλα γραφειοκρατικά εμπόδια παραμένουν όσον αφορά την προσέλκυση επενδύσεων και ιδιαίτερα άμεσων ξένων επενδύσεων. Στο περιβάλλον αυτό, απαιτείται η άμεση κατάρτιση ολοκληρωμένου ελκυστικού πλαισίου, προσέλκυσης ξένων επενδύσεων με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Χρειάζεται μια γιγάντια προσπάθεια και ολοκληρωμένο σχέδιο για να αυξηθούν οι ξένες επενδύσεις από το 1% του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια, στο 8% του ΑΕΠ που είναι ο μέσος όρος στην Ευρώπη των 28.
-Επιστροφή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την κανονικότητα, στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και των κεφαλαιαγορών
Η ταχεία επιστροφή του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος σε συνθήκες λειτουργικής κανονικότητας, αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για την ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Το ανωτέρω, θα συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας, στη μείωση των επιτοκίων και του κόστους δανεισμού επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, τον περιορισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και συνολικά θα καταστήσει τον τραπεζικό τομέα πόλο εμπιστοσύνης με δυνατότητα απρόσκοπτης χρηματοδότησης της οικονομίας και των επενδύσεων.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη της Eurobank εδώ.