Παρά το γεγονός ότι η ανεργία έχει μειωθεί σε χαμηλό επταετίας, το υψηλό ποσοστό δομικής ανεργίας και η συρρίκνωση του πληθυσμού συνιστούν κινδύνους για τη μελλοντική αύξηση της απασχόλησης και του εισοδήματος. Αυτό αναφέρει η Eurobank στο νέο τεύχος μελετών «7 Ημέρες Οικονομία», εκτιμώντας ότι η δομική ανεργία θα μειωθεί πάρα πολύ λίγο μέσα στο επόμενα χρόνια στο 13,4% το 2020, από 13,8% το 2017.
Όπως αναφέρει το τμήμα μελετών της τράπεζας εκτός από το πολύ υψηλό ποσοστό ανεργίας, η ελληνική οικονομία τίθεται αντιμέτωπη και με το πρόβλημα του μεγάλου ποσοστού δομικής ανεργίας. Το γεγονός ότι η δομική ανεργία θα μειωθεί ελάχιστα έως το 2020 σημαίνει πρακτικά ότι μεσοπρόθεσμα η αύξηση της απασχόλησης στην Ελλάδα (οπότε και του εισοδήματος) και η περαιτέρω πτώση του ποσοστού ανεργίας αντιμετωπίζει σημαντικούς περιορισμούς.
«Αν σε αυτόν τον παράγοντα προσθέσουμε τις υπάρχουσες δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις, τις αρνητικές καθαρές επενδύσεις και τους ισχνούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας, τότε καθίσταται σαφές ότι υπάρχουν πτωτικά ρίσκα για τη μεσοπρόθεσμη και τη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή πορεία της χώρας», σημειώνει η Eurobank Research.
Επομένως, πέραν της αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης των διαθέσιμων παραγωγικών συντελεστών (κυκλική ανάκαμψη) θα πρέπει να εστιάσουμε και στη μελλοντική μεγέθυνσή τους και πάνω από όλα στην ενίσχυση του βαθμού αποτελεσματικότητας της χρήσης τους, καταλήγει η μελέτη.
Παρά τη σωρευτική πτώση των -9,0 ποσοστιαίων μονάδων (Ιούλιος 2013 – Αύγουστος 2018), ο λόγος των ανέργων ως προς τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό στην Ελλάδα (ή εργατικό δυναμικό) εξακολουθεί να παραμένει ο υψηλότερος ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28 (ΕΕ-28).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αυγούστου 2018, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα ήταν μεγαλύτερο κατά 12,2 ΠΜ σε σύγκριση με το αντίστοιχο μέγεθος της ΕΕ-28 και κατά 10,8 ΠΜ σε σχέση με το αντίστοιχο μέγεθος στην Ευρωζώνη.
Η οικονομία της Ισπανίας εμφάνισε το 2ο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας μετά την Ελλάδα με 15,0% και ακολούθησαν η Ιταλία (9,8%), η Γαλλία (9,3%), η Κροατία (8,4%), η Κύπρος (7,5%), η Φινλανδία (7,4%), η Λετονία (7,4%), η Πορτογαλία (6,9%), η Σουηδία (6,6%), η Σλοβακία (6,6%), το Βέλγιο (6,5%), η Λιθουανία (6,2%), η Ιρλανδία (5,6%), η Εσθονία (5,4%), η Σλοβενία (5,3%), η Βουλγαρία (5,3%), το Λουξεμβούργο (5,2%), η Αυστρία (4,9%), η Δανία (4,8%), η Ρουμανία (4,3%), το Ηνωμένο Βασίλειο (4,1%), η Ολλανδία (3,9%), η Μάλτα (3,8%), η Ουγγαρία (3,8%), η Πολωνία (3,5%), η Γερμανία (3,4%) και η Τσεχία (2,3%).