Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μπορεί κάποιοι να χαρακτηρίζουν – κυρίως για πολιτικούς λόγους - «ουτοπική» την επιμονή του Γιάννη Στουρνάρα στην ανάγκη μείωσης του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 2%, όμως είναι πιθανό πολύ σύντομα να αρχίσουν να διαμορφώνονται οι κατάλληλες συνθήκες για να τεθεί επίσημο αίτημα από την επόμενη ελληνική κυβέρνηση με ορίζοντα τον προϋπολογισμό του 2021.
Ενώ αυξάνονται σχεδόν καθημερινά οι προκλήσεις για την κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου – από το δημοσιονομικό βάρος των προεκλογικών μέτρων του Αλ. Τσίπρα, την κάλυψη του επενδυτικού κενού, τα «κόκκινα» δάνεια και τώρα τη βόμβα της ΔΕΗ - όλοι συμφωνούν ότι ο σημαντικότερος στόχος που θα «απελευθερώσει» την ανάπτυξη είναι η μείωση των πλεονασμάτων από το 3,5% του ΑΕΠ που ισχύει έως το 2022.
Πηγές με γνώση των διεργασιών σε Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη αναφέρουν στο liberal.gr, ότι στην Ευρώπη δείχνουν να ωριμάζουν οι συνθήκες για μια ευρύτερη αλλαγή στο μείγμα πολιτικής αλλά και στον τρόπο που αντιμετωπίζεται η ελληνική οικονομία, ωστόσο απαραίτητη προϋπόθεση για να αποφασιστεί η μείωση του στόχου για το πλεόνασμα είναι να αποδειχθεί αξιόπιστη η επόμενη κυβέρνηση, εφαρμόζοντας μία πραγματικά φιλική προς την ανάπτυξη δέσμη μέτρων, επιταχύνοντας παράλληλα τις μεταρρυθμίσεις.
«Σε μία περίοδο που ο Ντράγκι απευθύνει έκκληση για πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική το 2020, μία ελληνική κυβέρνηση που θα δείξει φέτος ότι φέρνει ουσιαστική αλλαγή, θα μπορούσε ενδεχομένως να πετύχει τη μείωση για το 2021», σημειώνουν οι ίδιες πηγές. Προσθέτουν δε, ότι το πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι ενώ εφάρμοζε όλα όσα συμφωνούσε με τους πιστωτές, όλα γίνονταν με τις γνωστές καθυστερήσεις οι οποίες στο τέλος θεωρούνταν απόλυτα αναμενόμενες και δημιουργούσαν ζητήματα. Επέμενε επίσης στην πολιτική των υπερπλεονασμάτων και της παροχολογίας ενώ σκόπευε να καλύψει την όποια δημοσιονομική τρύπα από το κεφαλαιακό «μαξιλάρι».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης από την πλευρά του, σκοπεύει να αλλάξει τα δεδομένα, επιταχύνοντας τις μεταρρυθμίσεις, επιτυγχάνοντας υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και αυξάνοντας δραματικά τις επενδύσεις. Το θέμα είναι αν – και πόσο γρήγορα - μπορούν να πειστούν οι Ευρωπαίοι να χαλαρώσουν τα «δεσμά» της Ελλάδας.
Ο επόμενος πρωθυπουργός, λοιπόν, θα πρέπει να δείξει με… το καλημέρα ότι η κυβέρνησή του είναι αξιόπιστη και μπορεί να πυροδοτήσει μία αλληλουχία θετικών εξελίξεων: να επαναφέρει την Ελλάδα στον επενδυτικό χάρτη και στην ευρωπαϊκή κανονικότητα και να επιτύχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, βελτιώνοντας έτσι τις προοπτικές βιωσιμότητας του χρέους, δίνοντας την απαιτούμενη «αφορμή» στους Ευρωπαίους για τη μείωση του στόχου.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, πάντως, τονίζει σε κάθε ευκαιρία, τόσο στις ομιλίες του όσο και στις συναντήσεις με Ευρωπαίους αξιωματούχους, ότι η χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων αφενός θα έδινε τεράστια ώθηση στην ελληνική οικονομία και αφετέρου θα μεγιστοποιούσε την πιθανότητα βιωσιμότητας του χρέους παρά θα την ελαχιστοποιούσε.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι αυτό που θέλουν να δουν οι πιστωτές για να δώσουν το πράσινο φως είναι πολύ ταχύτερες κινήσεις από την τελευταία τετραετία, προκειμένου να καταστεί διατηρήσιμη η δημοσιονομική εξισορρόπηση που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα. Μία ισορροπία την οποία απειλούν να διαλύσουν οι προεκλογικές παροχές του κ. Τσίπρα, καθώς η ΤτΕ προβλέπει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο τέλος του 2019 στο 2,9%, αντί για 3,5%.
Αν και οι πρώτες συζητήσεις μεταξύ Αθήνας Βρυξελλών αναμένεται να ξεκινήσουν μετά το καλοκαίρι, οι πρόσφατες δηλώσεις του Μάριο Ντράγκι και η... επιμονή των αβεβαιοτήτων για την ευρωπαϊκή οικονομία, υποδεικνύουν πως όλα είναι πιθανά αν είναι αποτελεσματική η επόμενη κυβέρνηση και κάνει πραγματικές μεταρρυθμίσεις. Ο Ντράγκι έχει απευθύνει έκκληση για την εφαρμογή πιο φιλικών προς την ανάπτυξη πολιτικών από τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, ενώ την περασμένη εβδομάδα προέβη σε μία δήλωση που δεν έλαβε την απαιτούμενη προσοχή. Η ΕΚΤ δεν μπορεί από μόνη της να σηκώσει το βάρος της ανάκαμψης, είπε ο «Super Mario» προσθέτοντας ότι αν επιδεινωθούν οι συνθήκες τότε οι κυβερνήσεις θα πρέπει να... χαλαρώσουν τα δημοσιονομικά «λουριά», που σημαίνει ότι η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να γίνει πιο επεκτατική το 2020...