Σε περίπου 6 δισ. ευρώ υπολογίζει το καθαρό κόστος της δημοσιονομικής στήριξης για το 2023 η διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ που εξετάζει το προσχέδιο του προϋπολογισμού 2023 (η ακαθάριστη αξία δημοσιονομικής στήριξης είναι 13,4 δισ. ευρώ).
Όπως αναφέρει, τα 4,7 δισ. ευρώ, αντιστοιχούν στο δημοσιονομικό κόστος στήριξης για την ενέργεια, ωστόσο προκύπτει πρωτογενές πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης 1,6 δισ. ευρώ ή 0,7% του ΑΕΠ στο οποίο στοχεύει η κυβέρνηση με τον προϋπολογισμό, σε μία δυσκολότερη χρονιά που θα είναι το 2023, όπως αναμενόμενα σχολιάζεται στην ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας.
Επίσης, είναι σημαντικό ότι το 2023 η ΕΤΕ εκτιμά ότι θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν επιπλέον 7 δισ. ευρώ χρηματοδότησης μέσω του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης, υπό την υπόθεση που υιοθετείται και στον Προϋπολογισμό, ότι οι διεθνείς τιμές της ενέργειας θα παραμείνουν κοντά στα σημερινά τους επίπεδα.
Ένα μεγάλος κίνδυνος που λαμβάνεται υπόψη και μπορεί να ανατρέψει το πλάνο, είναι η περίπτωση οι τιμές των συμβολαίων φυσικού αερίου TTF, να ξεπεράσουν το ύψος των 200 ευρώ και να παραμείνουν σε αυτά τα επίπεδα για όλο το 2023. Ωστόσο αναφέρεται ότι ενδεχόμενη συμφωνία και συντονισμένη εφαρμογή σε επίπεδο ΕΕ των προτάσεων για συγκράτηση των διεθνών τιμών προμήθειας ενεργειακών αγαθών, αλλά και της κατανάλωσης του φυσικού αερίου στην ευρωπαϊκή αγορά, θα περιόριζε τις ανάγκες δημοσιονομικών παρεμβάσεων και θα διευκόλυνε την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος.
Κύρια μέτρα δημοσιονομικής στήριξης
Η ακαθάριστη αξία της δημοσιονομικής στήριξης στην οικονομία το 2022 εκτιμάται σε 13,4 δισ. ευρώ (6,4% του ΑΕΠ) − συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο − εκ των οποίων τα 12,1 δισ. ευρώ, αντιστοιχούν σε μέτρα κατά της ενεργειακής κρίσης.
Για το 2023, η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ εκτιμά ότι η ακαθάριστη αξία της στήριξης (περιλαμβανομένων και μη ενεργειακών μέτρων) θα παραμείνει σημαντική, περίπου στα 10 δισ. ευρώ. Μεγάλο μέρος του κόστους τόσο για το 2022 όσο και για το 2023 χρηματοδοτείται από το Εθνικό Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (9,5 δισ. σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Προσχεδίου για το 2022 εκ των οποίων τα 7,5 δισ. ευρώ αντιστοιχούν σε τρέχοντα έσοδα του ταμείου).
Το καθαρό κόστος της συνολικής δημοσιονομικής στήριξης το 2022 υπολογίζεται σε σχεδόν 6,0 δισ., εκ των οποίων τα 4,7 δισ. ευρώ, αντιστοιχούν στο δημοσιονομικό κόστος της στήριξης που σχετίζεται με την ενέργεια.
Για το 2023, η συνολική αξία της καθαρής δημοσιονομικής στήριξης εκτιμάται σε 3,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 1,1 δισ. σχετίζεται με μέτρα ενεργειακού χαρακτήρα (1 δισ. αποθεματικό το οποίο περιλαμβάνεται στο Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2023) και τα υπόλοιπα 2,2 δισ. αποτελούν κυρίως το εκτιμώμενο κόστος των μέτρων που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ, για το 2023.
Οι βασικοί κίνδυνοι για το δημοσιονομικό σενάριο του Σχεδίου Προϋπολογισμού για το 2023 περιλαμβάνουν:
α) χειρότερες του αναμενομένου εξελίξεις στο ενεργειακό μέτωπο, π.χ. οι τιμές του αργού πετρελαίου να βρεθούν σημαντικά πάνω από τα 96 δολάρια το βαρέλι (που προβλέπονται στο προσχέδιο Προϋπολογισμού) και οι τιμές του φυσικού αερίου (ολλανδικό TTF) να παγιωθούν άνω των 200 ευρώ/MWh σε όλη τη διάρκεια του 2023, με αποτέλεσμα υψηλότερο πληθωρισμό και συμπίεση του εγχώριου επιπέδου κατανάλωσης και παραγωγής, και
β) μια εντονότερη ύφεση στη ζώνη του ευρώ που θα επιβάρυνε περαιτέρω τις συνθήκες εξωτερικής ζήτησης και τις τουριστικές τάσεις. Τέτοιου είδους εντάσεις θα συνεπάγονταν πρόσθετες ανάγκες για δημοσιονομική στήριξη.
Νέα μείωση του χρέους σε χαμηλό 13 ετών
Το χρέος Γενικής Κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, προβλέπεται να μειωθεί σε χαμηλό 13 ετών, στο 161,6%, το 2023 μετά από μια εντυπωσιακή πτώση στο 169,1% το 2022 (από 193,3% το 2021 και 206,3% το 2020), σημαντικά χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις του Προγράμματος Σταθερότητας για 168,6% και 180,2% το 2023 και το 2022 αντίστοιχα, λόγω της αξιόπιστης υλοποίησης του Προϋπολογισμού και των εξαιρετικά υποστηρικτικών κυκλικών συνθηκών.
Η επίδοση αυτή, σε συνδυασμό με την επίτευξη του φιλόδοξου δημοσιονομικού στόχου για το 2023, αναμένεται να υποστηρίξει, παρά τις αντιξοότητες, την προσπάθεια ανάκτησης της επενδυτικής αξιολόγησης από το ελληνικό δημόσιο, ενισχύοντας παράλληλα την αξιοπιστία σε μια περίοδο αυξανόμενων αποδόσεων των κρατικών ομολόγων, εν μέσω αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής.