Του Πλάμεν Τόντσεφ*
Πρόσφατα η Κίνα εξέδωσε την τρίτη Λευκή Βίβλο για τις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόκειται για σημαντική έκθεση, στην οποία αποτυπώνονται με τον πλέον επίσημο τρόπο οι θέσεις του Πεκίνου, αλλά ταυτόχρονα αντικατοπτρίζεται και ένα νέο στάδιο στην στρατηγική εταιρική σχέση ανάμεσα στις δύο εκ των τριών μεγαλύτερων οικονομιών στον κόσμο.
Μια προσεκτική ανάγνωση του κειμένου φανερώνει την πολυπλοκότητα των σινο-ευρωπαϊκών δεσμών σ'έναν κόσμο αυξημένων εντάσεων και συνάμα αλληλεξάρτησης.
Από συμπληρωματικές οικονομίες – ανταγωνιστικές;
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συγκριτική ανάλυση των τριών Λευκών Βίβλων που έχει εκδώσει η κυβέρνηση της Κίνας μέχρι τώρα. Η πρώτη (2003) προηγήθηκε της διεύρυνσης της Ε.Ε. προς Ανατολάς με 10 νέες χώρες μέλη και την εποχή εκείνη το Πεκίνου θεωρούσε την ευρωπαϊκή οικονομία “εξόχως συμπληρωματική” προς την κινεζική.
Ταυτόχρονα, η πρώτη Λευκή Βίβλος εξέφραζε και τις γεωπολιτικές ανησυχίες του Πεκίνου για την στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή και, ειδικότερα, για την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Συνεπώς, η ΕΕ ήταν όχι μόνο μεγάλη αγορά για τα κινεζικά προϊόντα, αλλά και σημαντικός εταίρος ως αντίβαρο στην αμερικανική πολιτική και στρατιωτική ισχύ.
Το πνεύμα της δεύτερης Λευκής Βίβλου (2014) ήταν πολύ διαφορετικό, στα απόνερα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αλλά και εν μέσω του εντεινόμενου ανταγωνισμού μεταξύ της ενωμένης Ευρώπης και της Κίνας. Αφενός μεν η Ε.Ε. χρειαζόταν την - έστω έμμεση - στήριξη του Πεκίνου, προκειμένου να ξεπεράσει τις οικονομικές και νομισματικές αναταράξεις της. Αφετέρου δε εντεινόταν η καχυποψία για τις βλέψεις των κινεζικών επιχειρήσεων (π.χ. με την θεαματική αύξηση του παγκόσμιου μεριδίου της Κίνας στον τομέα των φωτοβολταϊκών) και την αυξανόμενη κινεζική παρουσία στην Γηραιά Ήπειρο.
Πράγματι, δύο χρόνια αργότερα η εξαγορά μεγάλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων (π.χ. του γερμανικού ομίλου βιομηχανικής ρομποτικής τεχνολογίας Kuka) αφύπνισε πολλές κυβερνήσεις και κοινοτικούς θεσμούς στην Ε.Ε., που αναθεώρησαν σε μεγάλο βαθμό την αρχικά θετική στάση τους έναντι των κινεζικών επενδύσεων στην Ευρώπη. Απότοκο αυτών των εξελίξεων υπήρξε η πρόσφατη προώθηση ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού αξιολόγησης ξένων (βλ. κινεζικών) επενδύσεων που θέτει αυστηρότερα κριτήρια για την εξαγορά ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας.
Το έτος 2016 υπήρξε σημαντικό και για έναν πρόσθετο λόγο. Ήταν το τέλος της δωδεκαετούς μεταβατικής περιόδου, κατά την οποία η Κίνα έπρεπε να προβεί σε ριζικές μεταρρυθμίσεις στο οικονομικό της μοντέλο, προκειμένου να σεβαστεί τις υποχρεώσεις της έναντι του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) μετά την εισδοχή της ως πλήρους μέλους το 2005. Ωστόσο, το 2016 τόσο οι Ευρωπαίοι όσο και οι Αμερικανοί αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την Κίνα ως “οικονομία της αγορά”, διατυπώνοντας σοβαρές ενστάσεις για τον ισχυρό παρεμβατικό ρόλο του κράτους και τον μειούμενο βαθμό οικονομικής ελευθερίας στην χώρα. Οι κινεζικές αρχές κάθε άλλο παρά έκρυψαν την ενόχλησή τους γι'αυτήν την απόφαση των δύο μεγαλύτερων εμπορικών εταίρων της.
Η αυξανόμενη αυτοπεποίθηση της Κίνας
Κάπως έτσι φτάσαμε στην έκδοση της τρίτης Λευκής Βίβλου τον περασμένο Δεκέμβριο. Αντίθετα με τις προηγούμενες δύο εκθέσεις, αυτήν την φορά ο τόνος του κειμένου είναι λιγότερο διπλωματικός και, σε αρκετές περιπτώσεις, το Πεκίνο απευθύνει συστάσεις στην Ε.Ε., π.χ. επαναλαμβάνεται συχνά η φράση “θα έπρεπε”. Αυτό υποδηλώνει μεν την αυξανόμενη αυτοπεποίθηση της Κίνας και ενδεχομένως αλαζονεία εκ μέρους της, αλλά σίγουρα αντανακλά και τις εντάσεις που συσσωρεύονται μεταξύ των δύο πλευρών.
Λόγου χάρη, η Ε.Ε. παροτρύνεται να “εναντιωθεί κατηγορηματικά” στην ανεξαρτησία της Ταϊβάν και να μην “παρεμβαίνει στο Χονγκ Κονγκ”. Η λίστα αυτή συνεχίζεται με τις απαιτήσεις να αρθεί το ευρωπαϊκό εμπάργκο όπλων στην Κίνα “το ταχύτερο δυνατόν” ή τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ “να τηρούν την δημοσιογραφική δεοντολογία και να καταπολεμούν την παραπληροφόρηση” (προφανώς, να μην προβάλλουν αρνητικές ειδήσεις για την Κίνα).
Σε ό,τι αφορά το εμπόριο και τις επενδύσεις, η Κίνα δηλώνει ότι οι Ευρωπαίοι έχουν παρεξηγήσει τις προθέσεις της. Αντικρούοντας τις επίμονες καταγγελίες της ΕΕ για προστατευτισμό από την πλευρά του Πεκίνου, οι κινεζικές αρχές τονίζουν ότι επιχειρούν σημαντικά ανοίγματα της εγχώριας αγοράς, αν και δεν αναφέρουν τον μακρύ κατάλογο περιοριστικών μέτρων που παραμένουν σε ισχύ για ξένους επενδυτές.
Συνιστούν δε στην ΕΕ “να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της στο πλαίσιο του ΠΟΕ”, ενώ την ίδια στιγμή αναγνωρίζουν την ανάγκη μεταρρύθμισης του διεθνούς οργανισμού. Αν και διπλωματικά διατυπωμένη, διαφαίνεται η διαφωνία των κινεζικών αρχών για την δημιουργία του νέου ευρωπαϊκού μηχανισμού αξιολόγησης των ξένων επενδύσεων και, κάπως απροσδόκητα, καλείται η ΕΕ να τηρήσει τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού!
Σημειωτέον, η τρίτη Λευκή Βίβλος δεν αναφέρεται μόνο στην ΕΕ, αλλά και σε “άλλες ευρωπαϊκές χώρες”, π.χ. στην Βρετανία μετά το Brexit, καθώς το Πεκίνο σκοπεύει να διατηρήσει στενές σχέσεις με το Λονδίνο, αλλά αντιλαμβάνεται ότι χάνει έναν σύμμαχό του εντός της ΕΕ.
Ταυτόχρονα, η Κίνα δεν παύει να επενδύει πολιτικά στην πλατφόρμα 16+1 στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, αν και συνυπολογίζει τις αντιρρήσεις πολλών δυτικοευρωπαϊκών χωρών και κοινοτικών θεσμών που κατηγορούν το Πεκίνο για απόπειρα υπονόμευσης της ευρωπαϊκής ενότητας. Αυτός είναι και ο λόγος που η αναφορά στους 16+1 είναι έμμεση, διατυπωμένη ως “διαπεριφερειακή συνεργασία … βασισμένη σε κοινά συμφέροντα”.
Κάτι άλλο που επίσης χαρακτηρίζει την τρίτη Λευκή Βίβλο είναι η θέση περιοπής, την οποία κατέχει στην έκθεση η “σκέψη του προέδρου Σι Τζινπίνγκ” ως θεμελιώδους αρχής στην μακροπρόθεσμη στρατηγική της χώρας. Η προσωπολατρία σταλινικού ή μαοϊκού τύπου που εγκαθιδρύεται στην Κίνα μετά την απόφαση για άρση των περιορισμών επί της προεδρικής θητείας του Σι συνδέεται άμεσα με την μορφή διακυβέρνησης του ασιατικού γίγαντα και φαίνεται να καθορίζει τον γενικότερο τόνο της έκθεσης. Γίνεται σαφές ότι στο εξής η Ε.Ε. θα κληθεί να συνομιλεί με μια Κίνα πολύ διαφορετική απ'αυτήν που είχαμε γνωρίσει την περίοδο 1978-2012, δηλ. από τον Τενγκ Σιαοπίνγκ έως τον Χου Τζιντάο.
Παρ'όλα αυτά, εταίροι
Την ίδια στιγμή, ενώ η Ε.Ε. έχει χάσει έδαφος με όρους πολιτικούς και διπλωματικούς, η Κίνα εξακολουθεί να την θεωρεί “αναντικατάστατο εταίρο” σε έναν κόσμο αντιμέτωπο με “αυξανόμενη αστάθεια”. Παρότι το όνομα του Αμερικανού προέδρου δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο της έκθεσης, ο Τραμπ είναι ωσεί παρών στην κριτική που ασκεί το Πεκίνο στις διαφαινόμενες τάσεις μονομέρειας, προστατευτισμού και αναστροφής της παγκοσμιοποίησης. Είναι φανερό ότι η Κίνα θέλει να έχει Ε.Ε. ως σύμμαχο σε περίπτωση που επιδεινωθούν οι τεταμένες σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Αυτή η τάση ενισχύθηκε ιδιαίτερα το 2018, με τα σύννεφα του επαπειλούμενου σινο-αμερικανικού εμπορικού πολέμου.
Συνεπώς, ο εν πολλοίς επιθετικός τόνος της τρίτης Λευκής Βίβλου είναι ως έναν βαθμό παραπλανητικός και αδικαιολόγητος. Παρά τις διαφωνίες και τις προστριβές μεταξύ τους, η Ε.Ε. και η Κίνα παραμένουν στρατηγικοί εταίροι. Το 2017, η Κίνα ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές (198 δισ. ευρώ), ενώ η Ε.Ε. ήταν ο πρώτος προορισμός για τις κινεζικές εξαγωγές (375 δισ. ευρώ). Επιπροσθέτως, η Κίνα δεν μπορεί να αγνοήσει την ομοβροντία επικρίσεων για την συμπεριφορά της – έστω και με διαφορετικές αποχρώσεις - τόσο από την Ε.Ε., όσο και από τις ΗΠΑ και άλλες μεγάλες δυνάμεις (π.χ. Ιαπωνία, Αυστραλία, Καναδά, κ.ά.).
Μια πιο θετική ανάγνωση της τρίτης Λευκής Βίβλου οφείλει να λάβει υπόψη της την προσήλωση του Πεκίνου στο Σύμφωνο του Παρισιού για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Πρόκειται για ζωτικής σημασίας δέσμευση της Κίνας, η οποία είναι ένας από τους δύο μεγαλύτερους ρυπαντές του πλανήτη. Ούτε μπορεί να αγνοήσει κανείς την συνεισφορά της Κίνας σε ειρηνευτικές αποστολές ανά τον κόσμο, οι οποίες ορθώς αναφέρονται στην έκθεση.
Διαβάζοντας την τρίτη Λευκή Βίβλο, συμπεραίνει κανείς ότι η ΕΕ οφείλει να αναθεωρήσει αρκετές από τις προηγούμενες παραδοχές της για την Κίνα. Μια Κίνα με πολύ μεγαλύτερη ισχύ και αυτοπεποίθηση και, ως φαίνεται, λιγότερο διαλλακτική. Μια Κίνα που επιδιώκει πλέον όχι απλά να ενσωματωθεί στο διεθνές σύστημα, αλλά να το επηρεάσει και να το (συν)διαμορφώσει σύμφωνα με τις δικές της προτεραιότητες.
Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί τους κοινούς στρατηγικούς στόχους που συνδέουν τους δύο εταίρους και σε καμία περίπτωση δεν αφαιρεί τους μοχλούς πίεσης που διαθέτουν τα κράτη μέλη της Ε.Ε. και η Ένωση στο σύνολό της. Εν μέσω της αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει τον πρώιμο 21 αιώνα, η δύσκολη αυτή εταιρική σχέση θα παραμείνει ένας από τους πυλώνες σταθερότητας σε παγκόσμια κλίμακα και κανένας δεν μπορεί να το υποτιμήσει αυτό.
* Ο κ. Πλάμεν Τόντσεφ είναι επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών, Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)