Του Κωνσταντίνου Ζανετόπουλου*
Σήµερα θα σας περιγράψω τη φανταστική ιστορία ενός εστιατορίου, του οποίου οι περισσότεροι πελάτες παράγγελναν µόνο νερό. Υπήρχε κάποτε ένα εστιατόριο που ενώ είχε πολλούς και καλούς πελάτες, µε µεγάλες παραγγελίες και τακτικές επισκέψεις, οι περισσότεροι από αυτούς τους πελάτες σταµάτησαν να παραγγέλνουν φαγητά γιατί η αγοραστική τους δύναµη επηρεάστηκε από την οικονοµική κρίση. Όμως, αυτοί οι πελάτες συνέχισαν να πηγαίνουν στο εστιατόριο και έπιναν µόνο νερό.
Ο εστιάτορας δεν είχε τρόπο να τους διώξει, αλλά τους κρατούσε τον χώρο καθαρό, περιποιημένο, τα τραπέζια τακτικά και τους προσέφερε νερό, το οποίο όμως δεν μπορούσε να τους χρεώσει. Ήταν υποχρεωμένος να το προσφέρει δωρεάν, μαζί με τα τραπέζια και ολόκληρο τον χώρο εξυπηρέτησης.
Επιπροσθέτως ο εστιάτορας είχε προσλάβει πολλά γκαρσόνια και µαγείρους από τις καλές εποχές, τον αριθµό των οποίων δεν µπορούσε να µειώσει. Υπήρχαν και µερικοί καλοί πελάτες που εξακολουθούσαν να παραγγέλνουν φαγητό.
Από αυτούς τους λιγοστούς εναποµείναντες πελάτες ο εστιάτορας είχε κάποια έσοδα για να καλύψει τα µεγάλα έξοδα των σερβιτόρων και των µαγείρων, όπως επίσης και το κόστος εξυπηρέτησης των πελατών που έπιναν µόνο νερό.
Ο εστιάτορας δεν είχε όµως µόνο το πρόβληµα των πελατών που δεν παράγγελλαν φαγητό και έπιναν µόνο νερό. Υπήρχαν και πάρα πολλοί πελάτες που έτρωγαν τις παλιές καλές εποχές µε πίστωση (δανεικά), οι οποίοι είτε χρεοκόπησαν είτε άλλαξε λιγότερο ή περισσότερο η οικονοµική τους κατάσταση και δεν ξεπλήρωσαν ποτέ τις υποχρεώσεις τους.
Ο εστιάτορας για να πάρει τα οφειλόµενα πίσω µετέτρεψε ένα µεγάλο αριθµό από τους σερβιτόρους του σε κυνηγούς αυτών των πάλαι ποτέ καλών πελατών, οι οποίοι πλέον έχουν εξαφανιστεί ενώ εξακολουθούν να του οφείλουν πολλά χρήµατα.
Οι τραπεζικές προμήθειες
Αυτή είναι η ιστορία του εστιάτορα που ήθελα να την παραλληλίσω µε το θέµα των προµηθειών των τραπεζών, που τόσο έχει απασχολήσει το τελευταίο διάστηµα. Σήµερα µπορεί να υπάρξει ένας πελάτης ελληνικής τράπεζας, έστω µισθοδοτούµενος, ο οποίος κάθε µήνα µπορεί να κάνει ανάληψη όλο τον µισθό του από το ATM έχοντας µια χρεωστική κάρτα και να πραγµατοποιεί όλες τις συναλλαγές του µε µετρητά. Σ’ αυτή την περίπτωση η τράπεζα τηρεί έναν λογαριασµό στο όνοµά του και του παρέχει µια υπηρεσία φύλαξης των χρηµάτων, χωρίς να έχει κανένα οικονοµικό όφελος.
Για να το κάνουµε ακόµα χειρότερο, εάν αυτός ο πελάτης δεν έχει συµφωνήσει στην αποστολή αντιγράφων κίνησης λογαριασµού µε ηλεκτρονικό ταχυδροµείο (email), τότε η τράπεζα επιβαρύνεται και µε τα έξοδα εκτύπωσης, φακελοποίησης και αποστολής µε ταχυδροµείο.
Φανταστείτε επίσης πως ο συγκεκριµένος καταθέτης θα µπορούσε αντί να χρησιµοποιεί το ATM να πηγαίνει µία ή δύο φορές την εβδοµάδα στο ταµείο και να κάνει αναλήψεις σε µετρητά, που και αυτές δεν χρεώνονται. (Ορισµένες τράπεζες έχουν ξεκινήσει τη διαδικασία να θέσουν όριο ανάληψης στα µετρητά, για να αποτρέψουν τις αναλήψεις µικρών ποσών από τα γκισέ τους).
Επιπλέον κάθε δύο χρόνια η τράπεζα πρέπει να επικαιροποιεί τα στοιχεία των πελατών της, ζητώντας τους έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι η διεύθυνσή τους είναι η ίδια ή έχει αλλάξει, να βεβαιώνουν ότι συνεχίζουν να εργάζονται στον ίδιο εργοδότη, είτε να προσκοµίζουν αντίγραφο της τελευταίας φορολογικής τους δήλωσης.
Στην περίπτωση που ο ο πελάτης είναι αµελής (συνήθως οι περισσότεροι είµαστε..), τότε η τράπεζα είναι υποχρεωµένη να έχει οργανώσει και στελεχώσει ένα ολόκληρο τµήµα που φροντίζει να ζητά και να υπενθυµίζει στους πελάτες να προσκοµίσουν τα απαιτούµενα έγγραφα.
Κουραστήκατε;
Όμως, ενώ η ιστορία του εστιάτορα είναι φανταστική, η ιστορία είναι πραγµατική για τις ελληνικές τράπεζες. Όταν παρέχεις µια υπηρεσία, πρέπει να µπορείς να τη χρεώνεις ανάλογα και να φροντίζεις να εξαιρείς και να διαµορφώνεις το τιµολόγιό σου λαµβάνοντας υπ’ όψιν ευπαθείς οµάδες, χαµηλοσυνταξιούχους, ανέργους και φοιτητές.
Επιπλέον στην περίπτωση που οι τράπεζες µπορούσαν να δροµολογήσουν κάποιες βασικές προµήθειες διατήρησης λογαριασµών, θα τους έδινε χώρο για να προχωρήσουν σε αντίστοιχες µειώσεις άλλων τραπεζικών προµηθειών/χρεώσεων, που ενώ σήµερα θεωρούνται υψηλές δεν έχουν το οικονοµικό περιθώριο για να προχωρήσουν στον εξορθολογισμός τους.
Τέλος, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να αποδεχτούµε µια κατάσταση που οι προµήθειες µεταξύ των τραπεζών θα ήταν πανοµοιότυπες ή παρόµοιες, και ο υγιής ανταγωνισµός να µη λειτουργεί προς όφελος του καταναλωτή. Κάθε τράπεζα θα πρέπει να διαφοροποιείται ανάλογα µε την οργανωτική και την κοστολογική της διάρθρωση, τη στρατηγική της στόχευση µε στόχο τις καλύτερες υπηρεσίες προς τους πελάτες της, την ενίσχυση της ελληνικής οικονοµίας και την οικονομική της βιωσιμότητα.
*Ο κ. Κωνσταντίνος Ζανετόπουλος είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.
**Από τη στήλη 51+49 της οικονομικής εφημερίδας Liberal markets που κυκλοφορεί κάθε Σάββατο μαζί με τον Φιλελεύθερο