Καμία ελάφρυνση του χρέους της δεν θα χρειαστεί από τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης η Ελλάδα, εφόσον διατηρήσει το πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από το 3% του ΑΕΠ για μια εικοσαετία, αναφέρει μια εμπιστευτική μελέτη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM).
To έγγραφο, που περιήλθε στην κατοχή του Reuters, είχε προετοιμαστεί στο πλαίσιο των συζητήσεων των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, την περασμένη Δευτέρα, οι οποίες «ναυάγησαν» λόγω των αντεγκλήσεων των δύο πλευρών για την ανάπτυξη και τα πλεονάσματα της Ελλάδας.
Υπενθυμίζεται ότι ομάδα των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης με επικεφαλής τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, Wolfgang Schaeuble, επιμένει ότι προκειμένου να υπάρξει συζήτηση για ελάφρυνση χρέος, θα πρέπει πρώτα να έχει λήξει το πρόγραμμα διάσωσης στα μέσα του 2018. Το ΔΝΤ από την πλευρά του αναφέρει ότι η ανάγκη για τη διάσωση είναι ήδη ξεκάθαρη.
Σύμφωνα με το πρώτο σενάριο στο έγγραφο, δεν προϋποτίθεται ελάφρυνση χρέους, εφόσον η Αθήνα διατηρήσει τα πρωτογενή πλεονάσματά της στο 3,5% του ΑΕΠ ως το 2032 και άνω του 3% μέχρι το 2038.
Μια δεύτερη πρόταση στο πρώτο σενάριο υποθέτει ότι η Ελλάδα θα εξασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή ελάφρυνση του χρέους βάσει της συμφωνίας του Μαΐου του 2016.
Στην περίπτωση αυτή η Ελλάδα θα έπρεπε να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% μέχρι το 2022 αλλά μετά θα μπορούσε να το μειώσει περίπου στο 2% μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2030 και στο 1,5% ως το 2048, με μέσο όρο πλεονάσματος της περιόδου 2023-2060 στο 2,2%.
Η επέκταση της ωρίμανσης του ελληνικού χρέους
Σύμφωνα με το έγγραφο, η μέγιστη δυνατή ελάφρυνση του χρέους, που θα ήταν υπό εξέταση, είναι μια επέκταση της μέσης σταθμισμένης ωρίμανσης των δανείων κατά 17,5 έτη από τα τωρινά 32,5 έτη, με τα τελευταία δάνεια να λήγουν το 2080.
Ο ESM θα περιόριζε τις αποπληρωμές δανείων στο 0,4% του ΑΕΠ ως το 2050, θέτοντας όριο στο επιτόκιο των δανείων στο 1% ως το 2050. Ο ESM θα αγόραζε το 2019 τα 13 δισ. ευρώ που οφείλει η Ελλάδα στο ΔΝΤ, καθώς τα δάνεια αυτά είναι ακριβότερα αυτών της ευρωζώνης.
Οι κινήσεις αυτές θα «συγκρατούσαν» τις ακαθόριστες ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας στο 13% ως το 2060 και το λόγο χρέους προς ΑΕΠ στο 65,4% το 2060 από περίπου 180% σήμερα.
Η υπόθεση του πρώτου σεναρίου είναι ότι η μέση ετήσια ανάπτυξη της Ελλάδας θα είναι στο 1,3% κατά την προβλεπόμενη περίοδο.
Το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι τέτοιου είδους υποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη και τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν είναι ρεαλιστικές για την περίπτωση της Ελλάδας, καθώς οι φορείς χάραξης πολιτικής είναι αδύναμοι και η παραγωγικότητα παραμένει χαμηλή.
Απαισιοδοξία από το ΔΝΤ
Το δεύτερο βασίζεται στις προβλέψεις του ΔΝΤ για μια μέση ανάπτυξη 1% και επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% από το 2023, μετά από πέντε χρόνια, με πλεόνασμα στο 3,5%. Αυτό το σενάριο προβλέπει ότι το ελληνικό χρέος θα σημειώνει αύξηση από το 2022 για να φτάσει το 226% το 2060.
Οι ελληνικές τράπεζες θα έπρεπε να ανακεφαλαιοποιηθούν στην περίπτωση αυτή και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας θα έφταναν στα τέλη της δεκαετίας του 2020 πάνω από το ανώτατο όριο του 15% του ΑΕΠ, που έχουν υποσχεθεί οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης, ξεπερνώντας το 50% το 2060.
Για να γίνει το ελληνικό χρέος βιώσιμο, βάσει των προβλέψεων του ΔΝΤ, η ευρωζώνη θα πρέπει να προσφέρει στην Ελλάδα μια βαθύτερη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, απ΄ αυτή που προσέφερε το 2016, κάτι που οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης απορρίπτουν.
Τον Μάιο του 2016 η Ευρωζώνη υποσχέθηκε να επεκτείνει τη διάρκεια και τις περιόδους χάριτος των ελληνικών δανείων, ώστε οι ακαθόριστες ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας να παραμείνουν κάτω του 15% του ΑΕΠ μετά το 2018 μεσοπρόθεσμα και κάτω από το 20% μετέπειτα.
Ανέφερε επίσης ότι θα εξέταζε αντικατάσταση των πιο δαπανηρών δανείων του ΔΝΤ στην Ελλάδα με φθηνότερη πίστωση και θα επέστρεφε τα κέρδη που θα αποκόμιζαν οι κεντρικές τράπεζες των χωρών του ευρώ από τα ελληνικά ομόλογα.
Αλλά όλα αυτά θα μπορούσαν να συμβούν, εφόσον η Ελλάδα έβαζε μπρος στις μεταρρυθμίσεις ως τα μέσα του 2018 και μόνο εάν μια ανάλυση έδειχνε πως είναι αναγκαία μια ελάφρυνση για να καταστεί βιώσιμο το χρέος.
Το τρίτο σενάριο σχετίζεται με έναν συμβιβασμό μεταξύ των δύο προηγούμενων υποθέτοντας έναν μέσο ρυθμό ανάπτυξης 1,25%, ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ως το 2022, το οποίο θα υποχωρήσει σταδιακά στο 1,8% και όχι σε 2,2% το 2023-2060.
Βάσει του σεναρίου αυτού, το ελληνικό χρέος θα μπορούσε να καταστεί βιώσιμο, με μια επιμήκυνση των μέσων σταθμισμένων λήξεων κατά 15 έτη, ταυτόχρονα με περιορισμό του επιτοκίου στο 1% ως το 2050 και τον καθορισμό του ανώτατου ορίου απόσβεσης στο 0,4% του ελληνικού ΑΕΠ.