Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Το 2017 θα είναι, εκτός απροόπτου, το πρώτο έτος που η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με αξιοσημείωτο ρυθμό ο οποίος ενδεχομένως ξεπεράσει το 1% (η πρώτη... απόπειρα ήταν το +0,4% του 2014). Δεν πρόκειται για κάποια ουσιαστική ανάπτυξη αλλά από το να έχουμε άλλη μία χρονιά ύφεσης, όπως προειδοποιεί η Eurobank σε χθεσινή της έκθεση, κάτι είναι και αυτό.
Η λογική λέει ότι η ανάκαμψη της οικονομίας φέτος θα φέρει ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη το 2018. Ωστόσο, αυτό που ενδιαφέρει τους πολίτες είναι η πραγματική ανάπτυξη, αυτή δηλαδή που θα νιώσουν στην καθημερινότητά τους, είτε πρόκειται για ιδιώτες είτε για επιχειρήσεις. Οι ιδιώτες θα αρχίσουν να βλέπουν διαφορά στις δουλειές που σταδιακά θα ανοίγουν και οι επιχειρήσεις από την αύξηση του τζίρου και την ενίσχυση των συνθηκών ρευστότητας.
Πότε θα συμβεί αυτό; Αν κρίνουμε από τις εκτιμήσεις των αναλυτών, δεν θα πρέπει να περιμένουμε «πραγματική» ανάπτυξη πριν το 2019. Και αυτό υπό προϋποθέσεις, καθώς αυτές τις ημέρες η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τους δανειστές νέα υφεσιακά μέτρα, όπως η περαιτέρω μείωση των συντάξεων και η μείωση του αφορολόγητου, τα οποία θα εφαρμοστούν το 2019, επιβαρύνοντας εκ νέου την πραγματική οικονομία.
Η επιστροφή των καταθέσεων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη βελτίωση του κλίματος η οποία αντικατοπτρίζεται στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης προς τις τράπεζες. Άρα, η πορεία των καταθέσεων θα ακολουθεί παράλληλα τροχιά με την ανάκαμψη. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τα δάνεια. Όσο η οικονομία ανακάμπτει και η ψυχολογία στην αγορά «αποκαθίσταται», τόσο θα αυξάνεται η διάθεση για την υλοποίηση επενδυτικών projects και θα ενισχύεται η ζήτηση για τραπεζικό δανεισμό.
Μόνο που στην περίπτωση των δανείων, θα πρέπει και οι τράπεζες να μπορούν να ανοίξουν τις στρόφιγγες, που σημαίνει ότι θα πρέπει να έχουν μειώσει σημαντικά τα «κόκκινα» δάνεια για να απελευθερωθούν κεφάλαια. Αλλά και η μείωση των «κόκκινων» δανείων σχετίζεται με την ανάκαμψη, αφού όσο αυξάνεται το διαθέσιμο εισόδημα, τόσο ενισχύεται η ικανότητα αποπληρωμής των δανείων. Το θέμα είναι πως θα σημειωθεί αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος όταν εκκρεμούν νέα μέτρα λιτότητας... Αυτός είναι ένας γρίφος που δύσκολα θα λυθεί αν δεν υπάρξει ένα μεγάλο επενδυτικό σοκ στην οικονομία.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις των αναλυτών που παρακολουθούν τις επιδόσεις των τραπεζών και τρέχουν μοντέλα σε συνάρτηση με την οικονομική κατάσταση στη χώρα, όλα τα παραπάνω, άρα και οι προϋποθέσεις για ουσιαστική ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας, θα αρχίσουν να γίνονται πραγματικότητα το 2019. Με την παραδοχή ότι θα κλείσει η αξιολόγηση και δεν θα υπάρξουν νέα επεισόδια που θα ακυρώσουν τις όποιες προσπάθειες έχουν γίνει, το 2019 θα είναι το πρώτο έτος που η εγχώρια αγορά θα πάρει σοβαρή ανάσα.
Βέβαια, σε αυτές τις εκτιμήσεις των αναλυτών δεν έχουν συνυπολογιστεί οι επιπτώσεις από τα μέτρα που θα αποφασιστούν τελικά για την περίοδο 2019-2020.
Η Bank of America Merrill Lynch προβλέπει ότι από σήμερα έως το τέλος του 2019 θα επιστρέψουν στις ελληνικές τράπεζες καταθέσεις ύψους 10 δισ. ευρώ. Η αύξηση των καταθέσεων τοποθετείται στα 1,48 δισ. ευρώ το 2017 και στα 3,58 δισ. ευρώ το 2018, με τις μεγαλύτερες εισροές να σημειώνονται το 2019 (5,15 δισ. ευρώ).
Σε ότι αφορά την παροχή ρευστότητας προς την πραγματική οικονομία, ένα σημαντικό βήμα αναμένεται να γίνει με την αποπληρωμή των 5 δισ. ευρώ που χρωστάει το δημόσιο σε ιδιώτες. Παρά το γεγονός ότι η μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου θα δώσει μεγάλη ανάσα στην αγορά, η ανάπτυξη δύσκολα να δεχτεί ώθηση αν δεν ανοίξουν οι στρόφιγγες των τραπεζών.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της BofAML, οι «καθαρές» χορηγήσεις των τραπεζών θα μειωθούν κατά σχεδόν 4 δισ. ευρώ το 2017, θα ενισχυθούν μόλις κατά 1,6 δισ. ευρώ το 2018, για να εκτιναχθούν κατά 7 δισ. ευρώ το 2019. Σημειώνεται ότι το 2019 είναι το έτος που αναμένεται να καταγραφεί και η μεγαλύτερη μείωση των «κόκκινων» δανείων, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στις τράπεζες να αυξήσουν τις χορηγήσεις. Αν επαληθευτούν οι εκτιμήσεις της BofAML, το 2019 θα είναι το πρώτο έτος σοβαρής πιστωτικής επέκτασης μετά το 2010, όταν η χρηματοδότηση προς τον ιδιωτικό τομέα ενισχύθηκε κατά σχεδόν 8 δισ. ευρώ.
Τα ενισχυμένα μεγέθη και οι βελτιωμένες συνθήκες θα έχουν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική αύξηση της κερδοφορίας των τραπεζών. Μετά από 6 χρόνια διαδοχικών απωλειών, το 2016 ήταν το πρώτο έτος κερδοφορίας, η οποία ωστόσο αποδίδεται κυρίως σε έκτακτα στοιχεία και μη βασικές δραστηριότητες. Οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις των αναλυτών για τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών αναφέρουν ότι θα διαμορφωθούν λίγο πάνω από 1 δισ. ευρώ το 2017, θα ανέλθουν στα 1,8 δισ. ευρώ το 2018, στα 2,25 δισ. ευρώ το 2018 και στα 3 δισ. ευρώ το 2019.