Του Γιώργου Φιντικάκη
Από σύμμαχος για το χρέος και τα πλεονάσματα, το ΔΝΤ ξαναγίνεται εχθρός της ανάπτυξης και η προσωποποίηση του κακού ανάμεσα στους δανειστές της Ελλάδας, λιγότερο από ένα μήνα πριν την αποφοίτηση της χώρας από το μνημόνιο.
Διαβάζοντας την επιστολή προς τον ΔΝΤ που απέστειλε η κυβέρνηση δια του εκπροσώπου της Μιχάλη Ψαλιδόπουλο, είναι προφανής η ενόχλησή της για μια σειρά από παραδοχές της έκθεσης του Ταμείου που χαλούν το αφήγημα της πρόσβασης στις αγορές, πολλώ δε μάλλον όταν αυτό έχει πλέον ρόλο συμβούλου στο πρόγραμμα.
Σε μια τρισέλιδη επιστολή που ξυπνά μνήμες 2017, όταν η κυβέρνηση έχοντας ξεμείνει από εχθρούς, τα είχε βάλει με το ΔΝΤ επειδή οι απαιτήσεις του συνέχιζαν να της βάζουν πολιτικά εμπόδια, ο κ. Ψαλιδόπουλος εκφράζει ανοικτά τη δυσαρέσκεια του Μαξίμου.
«Αντί να τονίζει τι έχει γίνει και να αναλύσει τον αντίκτυπο των εφαρμοζόμενων μεταρρυθμίσεων, η έκθεση του ΔΝΤ παρουσιάζει μια υπερβολικά αρνητική εικόνα της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, δίνοντας έμφαση στις καθυστερήσεις χωρίς να δοθεί πίστη στα επιτεύγματα», αναφέρει χαρακτηριστικά, και φέρνει ως παράδειγμα τις αποκρατικοποιήσεις.
Στην ουσία, το ΔΝΤ παρουσιάζεται μέσω της επιστολής Ψαλιδόπουλου, από σύμμαχος που ήταν για μια σειρά από ελληνικές διεκδικήσεις, όπως στο χρέος και τα πλεονάσματα, ως εχθρός της ανάπτυξης στην κλίμακα σύγκρισης μεταξύ των δανειστών της χώρας.
Τυχαίο δεν είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση κατηγορεί το Ταμείο δια του κ. Ψαλιδόπουλου, ότι η έκθεση υποτιμά τον αντίκτυπο των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, εστιάζοντας περισσότερο στις καθυστερήσεις, τις αδυναμίες και σε ό,τι δεν έχει μέχρι σήμερα εφαρμοστεί». Στον αντίποδα, θα έπρεπε αυτή να εστιάζει, σύμφωνα πάντα με την επιστολή Ψαλιδόπουλου, στις πάνω από 450 νομοθετημένες δράσεις που τέθηκαν σε εφαρμογή την τελευταία 3ετία.
Το ύφος της επιστολής είναι αιχμηρό, και το Ταμείο εγκαλείται για μια σταθερά απαισιόδοξη στάση απέναντι στην Ελλάδα. «Οι υποθέσεις που χρησιμοποιούνται παραμένουν υπερβολικά απαισιόδοξες όσον αφορά την ονομαστική ανάπτυξη, τη δημοσιονομική πορεία και το κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους από την αγορά», αναφέρεται στην επιστολή.
Εξηγεί ότι σε σύγκριση με τις παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν από όλα τα άλλα θεσμικά όργανα, το βασικό σενάριο του ΔΝΤ είναι σύμφωνο με το αρνητικό σενάριο της ΕΕ και της Ελλάδας. Κια αυτό καθώς στηρίζεται σε ένα χαμηλότερο σενάριο πρωτογενών πλεονασμάτων, σε ανεπαρκή αξιολόγηση του αντίκτυπου των μεταρρυθμίσεων στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και σε σημαντικά πιο απαισιόδοξους ρυθμούς αναχρηματοδότησης σε σύγκριση με τα πλέον πρόσφατα δεδομένα της αγοράς, αναφέρεται.
Ενδεικτικό είναι ότι η κυβέρνηση, καλεί το ΔΝΤ δια του κ Ψαλιδόπουλου, να δημοσιεύσει τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται αυτές οι εκτιμήσεις, θεωρώντας ότι αν είχαν ληφθεί υπόψιν όλα τα μεταρρυθμιστικά επιτεύγματα της κυβέρνησης, η έκθεση θα ήταν πολύ πιο ισορροπημένη.
Σε άλλο σημείο εκφράζεται η δυσαρέσκεια της Ελλάδας γιατί το Ταμείο δεν αναγνωρίζει τη σημαντική δημοσιονομική προσπάθεια και την ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να παράγει σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα. Επισημαίνει μάλιστα με νόημα ότι παρ' ότι τώρα το ΔΝΤ αναγνωρίζει πως αυτά θα ανέλθουν σε 3,5% για την περίοδο 2018-2022, εντούτοις οι προηγούμενες προβλέψεις του ήταν πολύ πιο απαισιόδοξες. Και εκφράζει τη λύπη των ελληνικών αρχών που το ΔΝΤ θεωρεί αβέβαια τα αντίμετρα, αλλά ούτε δέχεται ότι υπάρχει ο "δημοσιονομικός χώρος» τον οποίο βλέπει η κυβέρνηση.
Ειδική αναφορά κάνει η ελληνική πλευρά στις ενστάσεις του ΔΝΤ ότι η επαναφορά του καθεστώτος συλλογικών συμβάσεων και η αύξηση του κατώτατου μισθού θα υποσκάψουν την ανταγωνιστικότητα. Η επιχειρηματολογία της ελληνικής πλευράς είναι ότι τα μέτρα αυτά είχαν ανασταλεί το 2012, αλλά αυτό είχε γίνει προσωρινά, και είχε συμφωνηθεί από τότε ότι εν ευθέτω χρόνο θα επανέλθουν.