Του Βασίλη Γεώργα
Η αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,46% στο τρίτο τρίμηνο του 2016, αποτελεί μια εξαιρετικά θετική εξέλιξη για την οικονομία, αλλά δεν είναι μια είδηση που προσφέρεται για πανηγυρισμούς. Η οικονομία αναδύεται από την ύφεση των δύο τελευταίων χρόνων και δείχνει να σταθεροποιείται επιστρέφοντας εκεί που ήταν στο τέλος του 2014 (σ.σ ακόμη υπολείπεται περίπου 760 εκατ. ευρώ), αλλά το προηγούμενο τρίμηνο ούτε κάποια επενδυτική έκρηξη έγινε στη χώρα, ούτε οι Έλληνες βγήκαν στους δρόμους και άρχισαν να καταναλώνουν, ούτε τα προϊόντα μας πλημμύρισαν με κάποιο μαγικό τρόπο τις αγορές του εξωτερικού.
Ο ρυθμός ανάπτυξης του φετινού τρίτου τριμήνου αποτελεί πράγματι την καλύτερη επίδοση που έχει καταγραφεί από το 2008 και οδηγεί με βάση τα έως τώρα δεδομένα σε μηδενισμό της ύφεσης ή και σε μικρή ανάπτυξη το 2016 όπως έχει προβλέψει η κυβέρνηση. Θα πρέπει πλέον το ΑΕΠ να καταρρεύσει το επόμενο τρίμηνο για να μην επιτευχθεί ο στόχος του -0,3% σε ετήσια βάση, αφού ήδη το ΑΕΠ το 2016 έχει ισοφαρίσει το ΑΕΠ του 2015 (138,2 δισ. ευρώ σε όρους όγκου).
Το χειρότερο τρίμηνο της κρίσης
Την ίδια στιγμή, όμως, ο βασικός λόγος πίσω από τη μαγική εικόνα της μεγάλης αύξησης του ΑΕΠ είναι η πολύ χαμηλή βάση σύγκρισης του περσινού αντίστοιχου τρίμηνο.
Πέρυσι τέτοιο καιρό είχαμε τα μεθεόρτια της καταστροφικής εφαρμογής των capital controls και της τραπεζικής αργίας. Το τρίτο τρίμηνο του 2015 (Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος) είχε κλείσει με πτώση της οικονομικής δραστηριότητας κατά 2,2%, και το ΑΕΠ είχε διαμορφωθεί σε μόλις 45,612 δισ. ευρώ καθώς όλοι οι τομείς της οικονομίας είχαν υποστεί σοκ.
Η επίδοση αυτή ήταν και η χαμηλότερη τριμηνιαία επίδοση από την έναρξη της κρίσης το 2008 καθώς ουδέποτε μέχρι τότε το ΑΕΠ είχε φτάσει σε τόσο χαμηλά νούμερα.
Στο φετινό τρίτο τρίμηνο η οικονομία παρήγαγε 667 εκατ. ευρώ περισσότερα σε σύγκριση με τον περσινό απόλυτο πάτο της τελευταίας δεκαετίας, και το ΑΕΠ διαμορφώθηκε στα 46,279 δισ. ευρώ.
Στην πραγματικότητα αυτό που βλέπουμε είναι πως το ελατήριο της οικονομίας έχει συμπιεστεί τόσο πολύ από τα αλλεπάλληλα φορολογικά μέτρα και την έλλειψη εμπιστοσύνης, που έχει πάψει να αντιδρά. Η οικονομία βρίσκεται ακόμη υπό τόσο ισχυρή πίεση, ώστε η ισχύς η οποία απελευθερώθηκε μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και ενώ η οικονομία είχε την τύχη να ευνοείται από ρεκόρ στην τουριστική κίνηση και τις χαμηλές διεθνείς τιμές ενέργειας, ήταν η ελάχιστη δυνατή.
Μέχρι να εκδοθούν τα αναλυτικά στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι έδωσε ώθηση στην οικονομία στο τρίμηνο που πέρασε: αν ήταν δηλαδή κάποια μικρή αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ή ο τομέας των επενδυτικών δαπανών σε μηχανολογικό εξοπλισμό ή η ενίσχυση των εξαγωγών.
Από τους πρόδρομους δείκτες της οικονομίας που δημοσιεύονταν το προηγούμενο διάστημα, προκύπτει πως όλοι οι βασικοί καταλύτες διαμόρφωσης του ΑΕΠ «τσίμπησαν» από λίγο στο διάστημα του τρίτου τριμήνου και αντέδρασαν από τα περσινά χαμηλά τους, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό που να εδραιώνουν την εκτίμηση για την απαρχή ενός νέου αναπτυξιακού κύκλου.
Επενδύσεις
Θα αποτελέσει για παράδειγμα αρνητική έκπληξη πρώτου μεγέθους αν η επενδυτική δραστηριότητα του τρίτου τριμήνου 2016 δεν είναι σημαντικά αυξημένη σε σχέση με πέρυσι. Και αυτό όχι επειδή οι επιχειρήσεις άρχισαν να επενδύουν αισθητά περισσότερα κεφάλαια, αλλά γιατί το αντίστοιχο περσινό τρίμηνο ήταν επενδυτικά το χειρότερο των τελευταίων δεκαετιών.
Στον απόηχο των capital controls ο τριμηνιαίος ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου είχε διαμορφωθεί την περίοδο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2015 σε μόλις 4,516 δισ. ευρώ. Δηλαδή σχεδόν 1 δισ. ευρώ χαμηλότερα από το «κανονικό». Ουδέποτε τα τελευταία χρόνια δεν είχαν γίνει τόσες λίγες επενδύσεις στην Ελλάδα. Και μόνο αυτή η αποκατάσταση της ισορροπίας ώστε οι επενδυτικές δαπάνες να ισορροπήσουν, αρκεί για να δημιουργήσει την εικόνα μιας επενδυτικής έκρηξης.
Μια αύξηση 20% στις επενδύσεις μηχανολογικού εξοπλισμού μεταξύ του φετινού και του περσινού τρίτου τριμήνου απλώς, όμως, θα επαναφέρει τα επίπεδα των επενδύσεων στην «κανονικότητα», όταν όλοι οι οικονομικοί αναλυτές υποστηρίζουν πως η Ελλάδα χρειάζεται υπερδιπλασιασμό των επενδυτικών δαπανών στα 10 δισ. ευρώ το τρίμηνο και στα 40 δισ. ευρώ ετησίως (από 20 δισ. ευρώ σήμερα) για να μιλήσουμε για σταδιακή έξοδο από την κρίση.
Εξαγωγές
Αντίστοιχα σημαντικό ρόλο για την άνοδο του ΑΕΠ τριμήνου είχε η συμβολή των εξαγωγών στο τρίτο τρίμηνο της χρονιάς. Με βάση τα τελευταία στοιχεία οι εξαγωγές υποχωρούσαν με ρυθμό -6,3% στο οκτάμηνο του 2016, ωστόσο η εκρηκτική τους αύξηση κατά 16,6% (+300 εκατ. ευρώ) το Σεπτέμβριο είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστούν στο 3,7% οι απώλειες που καταγράφονται στη συνολική αξία των εξαγωγών από τις αρχές του έτους (στα 18,56 δις ευρώ, από 19,28 δις ευρώ του 9μήνου του 2015).
Ιδιωτική κατανάλωση
Είναι επίσης βέβαιο πως αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τους προμηθευτές του ύψους 1,8 δισ. ευρώ άφησε θετικό αποτύπωμα στην οικονομία και βελτίωσε τα επίπεδα της κατανάλωσης. Το σημαντικό είναι ότι υπάρχουν ακόμη μεγαλύτερα περιθώρια όσο το Δημόσιο συνεχίζει να εξοφλεί τις οφειλές του ύψους 9 δισ. ευρώ.
Ένα στοιχείο που φαίνεται να επέδρασε θετικά στο ΑΕΠ είναι επίσης η μείωση της στατιστικής ανεργίας (σ.σ τον Αύγουστο του 2016 το ποσοστό ανεργίας υποχωρούσε στο 23,4% από 24,6% τον αντίστοιχο μήνα του 2015) η οποία πάντως μένει να φανεί αν συνοδεύεται και από σημαντική αύξηση της απασχόλησης ώστε να αναμένει κανείς ότι το πρόσθετο εισόδημα που δημιουργείται έστω και μέσω της επέκτασης της προσωρινής απασχόλησης, θα τονώσει αισθητά την ιδιωτική κατανάλωση.
Στην αγορά ο όγκος των λιανικών πωλήσεων παρέμενε επίσης στο δεκάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου σε αρνητικό πρόσημο (-0,7%), και μένει να φανεί αν το τελευταίο τετράμηνο του έτους θα υπάρξει ανάκαμψη στα πολυκαταστήματα και τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων ικανή να εξισορροπήσει τις απώλειες της υπόλοιπης αγοράς.