Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Τα τελευταία τρία χρόνια η ελληνική οικονομία να έχει χάσει πάνω 15 δισ. ευρώ σε οικονομική δραστηριότητα - βάσει των στόχων που δεν επιτεύχθηκαν και της έλλειψης δυναμικής - και παρ' όλα αυτά η κυβέρνηση δείχνει να μην συνειδητοποιεί τον αντίκτυπο των επιλογών της.
Η επικρατούσα λογική είναι αυτή της διατήρησης των φόρων σε σημείο που πνίγουν τον ιδιωτικό τομέα, με μοναδικό σκοπό την διατήρηση υπερπλεονασμάτων. Η επίτευξη των στόχων δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να εξυπηρετεί μία δήθεν κοινωνική πολιτική, με έκτακτα επιδόματα και να προσπαθεί να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι φορολογεί τους έχοντες και βοηθάει τους αδυνάτους.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι πολύ διαφορετική αφού οι συνεπείς πληρώνουν το μάρμαρο της συγκεκριμένης πολιτικής και οι περισσότεροι κλάδοι της οικονομίας αγκομαχούν από την έλλειψη ρευστότητας. Οι οφειλές του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα παραμένουν στα 3 δισ. ευρώ (ενώ θα έπρεπε να έχουν μηδενιστεί με τη λήξη του μνημονίου) και ο μοναδικός κλάδος που εμφανίζει σημάδια πιστωτικής επέκτασης είναι ο τουρισμός.
Τράπεζες, επιχειρηματικοί φορείς και αναλυτές προειδοποιούν σε κάθε ευκαιρία την κυβέρνηση να αλλάξει κατεύθυνση, ωστόσο η οικονομία έχει ήδη δεχτεί πλήγμα και κινδυνεύει να παραμείνει για πολλά χρόνια σε θανάσιμη στασιμότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΑΕΠ αναμένεται να μεγεθυνθεί σε ποσοστό χαμηλότερο του 2% φέτος, οι χορηγήσεις από τις τράπεζες προς τον ιδιωτικό τομέα συνεχίζουν να υποχωρούν κάθε μήνα.
Σε πρόσφατη έκθεσή της, η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank κάνει λόγο για την ανάγκη αλλαγής του μείγματος δημοσιονομικής προσαρμογής έτσι ώστε να επιταχυνθεί η αναπτυξιακή διαδικασία. Βασικό συστατικό της πολιτικής που θα πρέπει να ακολουθηθεί είναι η φορολογική μεταρρύθμιση, η οποία, σύμφωνα με την τράπεζα, θα μπορούσε να περιλαμβάνει χαμηλότερους συντελεστές, απλοποίηση του φορολογικού συστήματος και διεύρυνση της φορολογικής βάσεως μέσω του περιορισμού της φοροδιαφυγής.
Μάλιστα, η Alpha Bank επισημαίνει ότι η υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων θα πρέπει να οδηγήσει σε φορολογικές ελαφρύνσεις και αύξηση των επενδυτικών δαπανών του δημοσίου. Με άλλα λόγια, προκρίνεται ένα μοντέλο που θα αποσκοπεί στην αύξηση των φορολογικών εσόδων μέσω της επιτάχυνσης της ανάπτυξης και όχι μέσω της εύκολης λύσης των φορολογικών επιβαρύνσεων.
Επιβαρύνσεων που σκοτώνουν την πραγματική οικονομία. Αυτό αποδεικνύεται από τη μείωση των εσόδων από την φορολογία εισοδήματος, γεγονός που αντανακλά την αδυναμία των πολιτών να σηκώσουν το αυξημένο φορολογικό βάρος καθώς η φοροδοτική τους ικανότητα έχει καταρρεύσει. Σημειώνεται ότι οι άμεσοι φόροι έφτασα τα 18,5 δις. ευρώ στο πεντάμηνο του 2018.
Ρευστότητα με «αλχημείες» δεν γίνεται
Όμως η κυβέρνηση έχει δείξει ότι προτιμά τις «αλχημείες» και τις πολιτικές σκοπιμότητες σε… περιτύλιγμα κοινωνικής ευαισθησίας. Δεν κατανοούν πως όσο η οικονομία ανεβάζει ταχύτητα, τόσο ο ιδιωτικός τομέας θα παίρνει ανάσα, θα πληρώνει δάνεια και οι τράπεζες θα μπορούν με τη σειρά τους να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία επιταχύνοντας ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο είναι απόλυτα κρίσιμη η εξόφληση των υποχρεώσεων του δημοσίου και όχι μόνο.
Αυτή τη στιγμή η ανάπτυξη έρχεται αναιμικά και χωρίς τις απαραίτητες ενέσεις ρευστότητας από τις τράπεζες, οι οποίες προφανώς και θέλουν να δανείσουν – αφού αυτή είναι η βασική τους δραστηριότητα και πηγή εσόδων - αλλά δεν μπορούν στο βαθμό που θα ήθελαν λόγω των «κόκκινων» δανείων.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ο αρνητικός ρυθμός μεταβολής των χορηγήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα παρέμεινε αμετάβλητος στο 1,9% τον Μάιο, σε ετήσια βάση, όπως και τον Απρίλιο, με το υπόλοιπο των χορηγήσεων να διαμορφώνεται σε 179,3 δισ. ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι στο απόγειο της πιστωτικής επέκτασης τα υπόλοιπα είχαν φτάσει τα 250 δισ. ευρώ.
Ο μοναδικός κλάδος που εμφανίζει πιστωτική επέκταση είναι ο τουρισμός, ενώ θετικό ρυθμό εμφάνισαν τον Μάιο και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Αντίθετα, σε αρνητικό έδαφος παραμένει ο ρυθμός μεταβολής των πιστώσεων προς κλάδους όπως η γεωργία, η βιομηχανία, η ναυτιλία, οι κατασκευές κ.ά.