Του Κώστα Μποτόπουλου
Στους καιρούς στους οποίους ζούμε, μια πολύ λεπτή γραμμή χωρίζει το ενδιαφέρον που προσδίδουν στη δημόσια ζωή απρόβλεπτα γεγονότα και τον κίνδυνο που τα ίδια δημιουργούν για κρίσιμα δημοκρατικά αγαθά. Έχω την αίσθηση ότι, με αυτά που συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες, είμαστε σε φάση διάβασης αυτής της γραμμής και μετάβασης σε πολύ ταραγμένα νερά.
Τρεις είναι ιδίως, στα μάτια μου, οι επικίνδυνες εξελίξεις - και οι τρεις γνωστές αλλά πρωτοφανέρωτες στην παρούσα μορφή τους. Οι δύο συμβαίνουν και επηρεάζουν το μέτωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το τρίτο αφορά την Ελλάδα, αλλά κάθε άλλο παρά είναι εσωτερικής κατανάλωσης.
Η απόρριψη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του προϋπολογισμού της Ιταλίας συνιστά την πρώτη τέτοια ενέργεια από τότε που τέθηκαν σε εφαρμογή οι κοινοί δημοσιονομικοί κανόνες. Εκτός από τον ανοιχτά συγκρουσιακό της χαρακτήρα -η χώρα καλείται να «πάρει πίσω» συνολικά το σχέδιο προϋπολογισμού της και να υποβάλει νέο- έχει σημασία, όχι μόνο γιατί, προφανώς, η Ιταλία είναι μεγάλη χώρα με κεντρική επιρροή σε ό,τι συμβαίνει στην ευρωζώνη κι ούτε μόνο γιατί, με αφορμή τον προϋπολογισμό, δοκιμάζονται εκατέρωθεν αντοχές: μιας Επιτροπής σε αποδομή και μιας λαϊκιστικής κυβέρνησης σε άνοδο.
Ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη είναι επίσης η δοκιμασία που υφίσταται η λεγόμενη «οικονομική διακυβέρνηση» της ευρωζώνης, ο τρόπος δηλαδή μέσω του οποίου γίνεται, ή δεν γίνεται, κοινή χάραξη δημοσιονομικής πολιτικής. Η ιταλική κυβέρνηση παρουσίασε έναν προϋπολογισμό που δεν παραβιάζει το όριο του ελλείμματος (το υπολογίζει σε 2,4%, ενώ το όριο από τις Συνθήκες είναι 3%), αλλά η Επιτροπή τής καταλογίζει επιρροή της αύξησης των κρατικών δαπανών στο ήδη δυσθεώρητο ιταλικό δημόσιο χρέος (133% του ΑΕΠ).
Κυρίως την είχε προειδοποιήσει, και κανείς δεν μπορεί να προειδοποιείται και να αδιαφορεί στην Ευρώπη. Από το ποιος και πώς θα υποχωρήσει δεν διακυβεύεται μόνο η πολιτική ηρεμία εν όψει ευρωεκλογών, αλλά και η πολιτική ερμηνεία του Συμφώνου Σταθερότητας, εν όψει της αποδειχθείσας πια αδυναμίας του να μας βγάλει δομικά από την κρίση.
Παράλληλα, με την έκδοση «ασφαλιστικών μέτρων» του Δικαστηρίου της Ένωσης που επιτάσσουν στην Πολωνία να σταματήσει την εφαρμογή ψηφισμένου νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αγγίζουμε, ως σύστημα, το κρίσιμο όριο πειθάρχησης στο ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου.
Και οι δύο συγκρούσεις -γύρω από την οικονομική συνοχή και τις πολιτικές αξίες- φέρνουν στο προσκήνιο με ορμητικό -και, γιατί να το κρύψουμε, σχεδόν ανεπίλυτο- τρόπο το μείζον ζήτημα της συνύπαρξης, ή αδυναμίας συνύπαρξης ευρωπαϊκής οικοδόμησης και εθνικής κυριαρχίας. Σε εποχή που το αίτημα για τη δεύτερη επανέρχεται από τη δύναμη των πραγμάτων και την ώθηση των λαϊκιστών, πιο ισχυρό από ποτέ.
Σε τέτοιο περιβάλλον αστάθειας έλαβε η ελληνική κυβέρνηση την «απόφαση» να (ανακοινώσει ότι θα) ενεργοποιήσει για πρώτη φορά το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων της σε ορισμένες περιοχές. Και το έκανε με τρόπο θεσμικά έωλο (μέσω ενός υπουργού που είχε ήδη παραιτηθεί), απίστευτα πρόχειρο (χωρίς προετοιμασία και εσωτερική συνοχή), διπλωματικά καταστροφικό (τη χειρότερη στιγμή και χωρίς επίγνωση των συνεπειών).
Ούτε η διπλωματία, ούτε, πολύ περισσότερο, η πολιτική είναι θεωρητικές ή νομικές ασκήσεις. Κι η αποδυναμωμένη -και από την ελληνική περιπέτεια- Ευρώπη λίγο μπορεί, ακόμα και να θέλαμε, να μας βοηθήσει.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Πέμπτης 25 Οκτωβρίου