Του Γιώργου Φιντικάκη
Κατήγγειλε την κυβέρνηση Σαμαρά επειδή στο περίφημο mail Χαρδούβελη προβλέπονταν για δύο χρόνια πρωτογενή πλεονάσματα 4,5%. Τώρα ανακοινώνει πλεονάσματα μεγαλύτερα και από εκείνα του mail Χαρδούβελη, τα οποία φτάνουν έως και το 5,19% του ΑΕΠ το 2022, κλείνοντας το μάτι για προεκλογικές παροχές 900 εκατ ευρώ του χρόνου, και προβλέποντας ανάπτυξη άνω του 2% για την επόμενη τετραετία, με κινητήριο δύναμη την εκτίναξη των επενδύσεων.
Κι όλα αυτά, όταν για να εκτιναχθεί το ελατήριό τους, πρέπει πρώτα να βελτιωθεί θεαματικά η απόδοση της δημόσιας διοίκησης, που επί τόσα χρόνια τις φρενάρει.
Στην πραγματικότητα ο κ. Τσίπρας επιχειρεί συστηματικά τον τελευταίο χρόνο να εμφανιστεί ως ένας δήθεν "left liberal" ηγέτης. Ο ίδιος και οι συνεργάτες του, εμφανίζονται σαν κάποιοι που έχουν κατανοήσει τα οφέλη των αγορών και των μεταρρυθμίσεων, καλωσορίζουν τις επενδύσεις από όπου και αν προέρχονται, υπόσχονται μειώσεις φόρων, και ετοιμάζονται να βγάλουν τη χώρα από τα μνημόνια.
Η στροφή στην επιχειρηματικότητα όμως δεν γίνεται στα λόγια αλλά με πράξεις. Κοινή παραδοχή όσων γνωρίζουν από οικονομία, είναι ότι η πολιτική τους μόνο αναπτυξιακή δεν είναι, όπως έδειξε και το 2017. Οταν το κόστος για το υπερπλεόνασμα- ρεκόρ 4,2%, το πλήρωσε ακριβά η ανάπτυξη, που προσγειώθηκε στο ισχνό 1,4% έναντι στόχου προϋπολογισμού για 2,7%.
Αρκετοί πιστεύουν ότι το ίδιο θα συμβεί και φέτος. Και ότι παρ'' ότι η ανάπτυξη εκτινάχθηκε κατά 2,3% το πρώτο τρίμηνο, τελικά θα προσγειωθεί κοντά στο 1,7%, παρ'' ότι η επίσημη εκτίμηση μιλά για 2%, καθώς δεν έχουν εξαλειφθεί οι βασικές αιτίες που τη φρενάρουν. Δεν έχει δηλαδή υπάρξει βελτίωση στο επιχειρηματικό κλίμα. Όσο επομένως οι επενδύσεις θα εμποδίζονται, τόσο αυτό θα αποτυπώνεται στο ρυθμό ανάπτυξης, και τόσο εκείνος θα αναθεωρείται προς τα κάτω.
Βέβαια ένα ερώτημα είναι αν οι κυβερνητικές παροχές, προνοιακές ή πελατειακές, αρκούν για να καμουφλάρουν τη ζημιά στην οικονομία. Και αν εφόσον πάμε σε εκλογές του χρόνου, αρκεί ο κ. Τσίπρας να τάξει για να τον ψηφίσουν, ότι θα μοιράσει, όλο το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019, δηλαδή κοντά ένα 1 δισ ευρώ, σε φοροελαφρύνσεις το 2020.
Τέτοιοι χειρισμοί όμως δεν μπορούν να αναπληρώσουν την αφυδάτωση της πραγματικής οικονομίας, που συνεπάγεται η μυωπική δημοσιονομική αντίληψη βασισμένη στην υπερφορολόγηση κάθε στοιχειωδώς παραγωγικής δραστηριότητας. Αντίληψη που αδιαφορεί εκ του αποτελέσματος για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Χώρια που προσφέρει ισχυρό και απτό επιχείρημα υπέρ των σκληρότερων Ευρωπαίων παραγόντων που επιμένουν ότι αφού η ελληνική κυβέρνηση αποδεικνύει καταχαρούμενη ότι μπορεί να διατηρεί μεγάλα υπερπλεονάσματα, τότε δεν χρειάζεται μεγάλη μείωση του χρέους.
Εντέλει η πολιτική αυτή αδυνατεί να συνδέσει το στόχο της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους με τον παρονομαστή του κλάσματος «χρέος προς ΑΕΠ». Και ο κίνδυνος είναι και η μείωση του χρέους να είναι τελικά μικρή, αφού θα εξυπηρετείται από τα πρωτογενή πλεονάσματα, και αυτά να συνεχίσουν να δυναμιτίζουν την ανάπτυξη, άρα το ΑΕΠ να παραμένει καθηλωμένο.
Ενας φαύλος κύκλος δηλαδή είναι η πολιτική της. Και μπορεί η κυβέρνηση να την πανηγυρίζει ως επιτυχία, όμως στην ουσία όχι μόνο δεν εντάσσεται σε κάποια στρατηγική εξόδου από την κρίση, αλλά απειλεί και με μόνιμη διπλή ζημιά.