Πιάνει «πλαφόν» το χρέος της Ελλάδος που διακρατεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. «Ανεβάζοντας στροφές» στις αγορές ομολόγων τις τελευταίες ημέρες η ΕΚΤ έφθασε να έχει στο χαρτοφυλάκιο της Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ονομαστικής αξίας 22 δισ. ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν στο περίπου 30% των διαπραγματεύσιμων ομολόγων.
Μία ανάσα δηλαδή κάτω από το ανώτατο επιτρεπτό όριο του 33% που έχει θεσπίσει η ΕΚΤ σε όλα τα προγράμματα αγορών ομολόγων που έχει υιοθετήσει στο πλαίσιο της λεγόμενης ποσοτικής χαλάρωσης.
Τα δεδομένα αυτά υποχρεώνουν το Ελληνικό Δημόσιο να προχωρήσει ταχύτατα – πιθανότατα εντός του Απριλίου – σε νέα έξοδο στις αγορές. Στην αντίθετη περίπτωση κινδυνεύει να μείνει «εκτός νυμφώνος» να μη διαθέτει δηλαδή επαρκή ομόλογα για να συμμετάσχει στο πρόγραμμα Πανδημίας (PEPP).
Σύμφωνα με την «κλείδα» που διαθέτει η Ελλάδα (δηλαδή το ποσοστό των ομολόγων που αγοράζει η ΕΚΤ μέσω των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών από την κάθε χώρα μέλος του ευρωσυστήματος) το συνολικό ποσό των ελληνικών ομολόγων που θα μπορούσε να αγοράσει η ΕΚΤ (μετά την επέκταση του προγράμματος στα 1,850 τρισ.ευρω) τα υπολογίζονται στα περίπου 38 δισ. ευρώ Επομένως θα μπορούσε να αγοράσει ακόμη τουλάχιστον άλλώ 16 δισ.ευρω από αυτά που ήδη κατέχει.
Ωστόσο, η ΕΚΤ έχει θέσει σε όλα τα προγράμματα αγοράς ομολόγων έναν όρο τα ομόλογα που αγοράζει να μην υπερβαίνουν το 33% της κάθε έκδοσης. Ειδικά, πάντως, στο πρόγραμμα αγορών στο πλαίσιο της πανδημίας έχει αποφασιστεί να υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία και ελαστικότητα. Όμως γύρω από το θέμα της υπέρβασης ή μη του ανώτατου πλαφόν επικρατεί ασάφεια.
Βέβαια, μετά τη διόγκωση των δαπανών για την αντιμετώπιση της πανδημίας, είναι ευνόητο ότι την Κυβέρνηση την εξυπηρετεί να προχωρήσει σε περισσότερες εκδόσεις ομολόγων για να καλύψει τις υπερβάσεις. Υπενθυμίζεται ότι το πακέτο βοήθειας όπως δήλωσε πρόσφατα ο υπουργός Οικονομικών Χρ. Σταικούρας θα υπερβεί τα 14 δισ. ευρώ από τα 11,5 δισ.ευρώ που είχαν εγγραφεί στον Προϋπολογισμό.
Με την αυξημένη πίεση που έχει δημιουργήσει στα δημόσια οικονομικά η αντιμετώπιση της πανδημίας, το δανειακό πρόγραμμα για φέτος θα μπορούσε να ξεπεράσει και τα 12 δισ.ευρω που προβλεπόταν αρχικώς.
Ήδη με τις δύο πρώτες εκδόσεις του έτους (10ετή και 30ετή ομόλογα) το Δημόσιο έχει αντλήσει 6 δισ. ευρώ. Όμως αν τελικά το πρωτογενές έλλειμμα φέτος φθάσει το 7% του ΑΕΠ, περίπου 12 δισ. ευρώ, (από 3,8% που προέβλεπε ο Προϋπολογισμός του 2021) είναι βέβαιο ότι το Δημόσιο θα χρειαστεί να αντλήσει μεγαλύτερη ρευστότητα από τις αγορές.
Ήδη χθες η JP Morgan συνέστησε στους πελάτες της να κατοχυρώσουν τα κέρδη τους προβλέποντας μία έξοδο της Αθήνας στις αγορές τις επόμενες εβδομάδες, εξέλιξη που είναι πιθανόν να ασκήσει κάποια πίεση στις τιμές.
Η επενδυτική τράπεζα θεωρεί ότι η έξοδος της Ελλάδος στις αγορές θα μπορούσε να γίνει είτε μέσω της έκδοσης ενός νέου ομολόγου αναφοράς (5-7ετές) ή μέσω του ανοίγματος βιβλίων προσφορών κάποιου υφιστάμενου τίτλου (10ετές).
Οι θετικές προβλέψεις των ξένων οίκων για την πορεία της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με την Έκθεση βιωσιμότητας του Δημόσιου Χρέους θα μπορούσαν να στηρίξουν το εγχείρημα. Παρά την εκτίναξη του Δημόσιου Χρέους σε επίπεδα υψηλότερα του 200% του ΑΕΠ, δεν διαφαίνεται πρόβλημα στην εξυπηρέτηση του.
Στην τελευταία Έκθεση βιωσιμότητας του Δημοσίου Χρέους η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η Ελλάδα θα έχει επιτόκιο αναχρηματοδότησης 1,6% εφέτος, το 2022 προβλέπει ότι θα παραμείνει στο 1,6% και για το 2030 προβλέπει επιτόκιο αναχρηματοδότησης του χρέους ύψους 2,1%. Οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση του Δημοσίου Χρέους (οι οποίες συνιστούν και το βασικό κριτήριο βιωσιμότητας) θα διατηρηθούν κάτω από το 20% έως το 2031.